Οι περισσότεροι από μας έχουμε σιγοψυθυρίσει κάποια στιγμή στον εαυτό μας ή σε ένα φίλο την έκπληξή μας που για ακόμη μία φορά επιλέξαμε τον ίδιο τύπο συντρόφου, με τα ίδια ελαττώματα ή παρόμοιες αρετές. Αναρωτιόμαστε αν είναι το «κάρμα» μας που οδηγεί τα πράγματα, αν έχουμε κάποιο αόρατο ταμπελάκι στο μέτωπο, αν τέλος πάντων θα είμαστε για πάντα εγκλωβισμένοι στην επιλογή παρόμοιων σχέσεων με παρόμοιους συντρόφους. Βέβαια αγανάκτηση γι’αυτήν την επανάληψη θα εκφράσουν όσοι από εμάς τείνουν να εμπλέκονται σε σχέσεις δυσλειτουργικές που καταλήγουν σε αδιέξοδα. Οι υπόλοιποι τυχεροί, ίσως να παραξενευτούν για τις ομοιότητες, αλλά αισθανόμενοι ευγνωμοσύνη για την καλή τους τύχη να μην σταθούν περαιτέρω σε αυτή την αρχικά φαινομενική σύμπτωση. Στις περιπτώσεις που η επανάληψη μας οδηγεί σε ακόμα καταλληλότερους συντρόφους από αυτούς που αφήσαμε πίσω, αυτό σημαίνει ότι κάτι λειτουργεί θετικά και προοδευτικά στον ψυχισμό μας, οπότε και δεν διακρίνεται κάποιου είδους παθολογία. Εδώ θα εστιάσουμε κυρίως στις περιπτώσεις όπου η επιλογή συντρόφου είναι επανειλημμένα λανθασμένη και θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε το γιατί.
Όταν αναφέρομαι στις ομοιότητες των συντρόφων, αναφέρομαι κυρίως στα ψυχικά τους χαρακτηριστικά και όχι στην εμφάνισή τους αν και είναι πιθανό να βρίσκουμε το στοιχείο της επανάληψης ακόμα και για θέματα εξωτερικής εμφάνισης. Έτσι λοιπόν μπορεί να πέφτουμε πάντα πάνω σε συντρόφους που να είναι νάρκισσοι, εγωιστές, πολυγαμικοί, κτητικοί, ασυνεπείς, καταθλιπτικοί, αλλά με κάποιο τρόπο που φαντάζει ανεξήγητος παραμένουν απίστευτα ελκυστικοί και αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να τους αποφύγουμε. Κάθε φορά πιστεύουμε ότι ο καινούριος σύντροφος θα είναι καλύτερος από τον προηγούμενο ακόμα και αν μια μικρή φωνούλα μέσα μας λέει πως έχουμε βάλει πλώρη για τα ίδια σφάλματα. Αναπτύσσουμε δηλαδή μια ελπίδα η οποία όπως θα δούμε και παρακάτω ενδέχεται να είναι μια «νοσηρή» ελπίδα που μας εγκλωβίζει αντί να μας απελευθερώνει. Το κατά πόσο η ελπίδα αυτή και η διαδικασία της επανάληψης έχουν σημαντικό βαθμό νοσηρότητας εξαρτάται κυρίως από το πώς θα σταθούμε εμείς απέναντι σε αυτές.
Οι ενήλικες σχέσεις λειτουργούν για όλους μας σε ασυνείδητο επίπεδο σαν πλατφόρμες επίλυσης παλαιών τραυμάτων που έχουν να κάνουν κατά κύριο λόγο με την πρώιμη ηλικία μας και με τη σχέση μας με τις γονεϊκές φιγούρες. Στη σχέση με τον σύντροφό μας, λοιπόν, όχι μόνο αναζητούμε τη θαλπωρή – αν την έχουμε εισπράξει – και τη φροντίδα ενός οικογενειακού περιβάλλοντος, αλλά και τα χαρακτηριστικά που μας κέντρισαν περισσότερο στη σχέση μας με τα σημαντικά οικογενειακά πρόσωπα, συνήθως τους γονείς μας. Είναι φανερό λοιπόν ότι όσο πιο απροβλημάτιστες ήταν οι σχέσεις μας με τις γονεϊκές φιγούρες όταν ήμασταν μικροί, άλλο τόσο πιο απροβλημάτιστες θα είναι οι ενήλικες σχέσεις μας. Επειδή όμως δεν υπάρχουν σχέσεις χωρίς ίχνος προβλημάτων, όλα αυτά θα αποπειραθούμε να τα λύσουμε και να τα καταλάβουμε μέσω της επανάληψης στις ενήλικες σχέσεις μας. Άρα με τους συντρόφους μας θα εκδραματίζουμε κατ’επανάληψη δυναμικά που παραπέμπουν στις σχέσεις με τους γονείς μας, τα θετικά εκ των οποίων θα μας προσφέρουν ευεξία και ψυχική ισορροπία και τα αρνητικά το ακριβώς αντίθετο.
Δεν είναι πάντα ότι ο σύντροφος που διαλέγουμε αυτός καθ’εαυτός μοιάζει με έναν από τους γονείς μας, αν και μπορεί να συμβαίνει και αυτό – είναι κυρίως ότι η σχέση που θα δημιουργήσουμε με αυτό το σύντροφο θα αναπαραγάγει χαρακτηριστικά και δυναμικά της σχέσης που είχαμε με τους γονείς μας. Εάν λοιπόν ένα παιδί βίωσε τον πατέρα του, για παράδειγμα, ως κατακλυσμιαίο με την κριτική του, υπέρμετρα αυστηρό και δύσκολο παράδειγμα να ακολουθηθεί, είναι πιθανό αυτό το άτομο στην ενήλικη ζωή να αισθάνεται συχνά μειονεκτικά στις σχέσεις του, να «ψάχνει» συντρόφους που θα επιβεβαιώνουν την χαμηλή του αυτοεκτίμηση είτε όντας πολύ κριτικοί είτε απλά όντας δυναμικοί στο βαθμό που να «ξυπνούν» τα συναισθήματα μειονεξίας στο σύντροφό τους. Βέβαια μπορεί να καταλαμβάνουν χώρο και με έντονες εκδηλώσεις παθογένειας. Άλλο παράδειγμα μπορεί να είναι ένας γονιός καταθλιπτικός, όπου έκανε το παιδί του να αισθάνειται ανήμπορο να τον βγάλει από την κατάθλιψη αλλά και υποχρεωμένο να αναλάβει τον υποστηρικτικό αυτό ρόλο. Αυτό το παιδί ενδέχεται στις μετέπειτα ερωτικές του σχέσεις να προσκολλάται σε άτομα που χρήζουν βοήθειας και να παίζει ξανά και ξανά το ρόλο του προστάτη και υποστηρικτή των αδυνάτων. Ένα τρίτο παράδειγμα μπορεί να είναι ένα παιδί που στη σχέση του με τον γονιό του δεν αισθάνθηκε ποτέ ότι αγαπήθηκε ανεξάρτητα σαν ξεχωριστό άτομο παρά ‘αγαπήθηκε’ μόνο σαν προέκταση του εαυτού του γονιού, σαν αντικείμενο που δεν είχε δική του βούληση παρά εξυπηρετούσε μόνο το σκοπό του να καλύψει τις προσδοκίες του άλλου. Ένα τέτοιο άτομο σίγουρα θα επαναλάβει αυτό το δυναμικό στις ερωτικές του σχέσεις, ενδόμυχα αναζητώντας συντρόφους αρκετά νάρκισσους με μια δυσκολία να αντιληφθούν τον άλλο σαν ξεχωριστό πρόσωπο και να του αποδώσουν την αξία της ξεχωριστής του υπόστασης.
Εάν λάβουμε υπ’όψιν ότι αυτή η τάση για επανάληψη με ενδόμυχο και ασυνείδητο σκοπό την τελική επίλυση των προβληματικών δυναμικών με τις γονεϊκές φιγούρες λαμβάνει χώρα και για τους δύο συντρόφους ταυτόχρονα, τότε αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε και τα δαιδαλώδη ταιριάσματα μεταξύ των ανθρώπων. Γιατί τη στιγμή που ο σύντροφος/παιδί της καταθλιπτικής μάνας θα γνωρίσει τον άλλο σύντροφο/παιδί του υπερκριτικού πατέρα, τότε είναι που κυλάει ο τέτζερης και βρίσκει το καπάκι. Ο πρώτος θα εξυπηρετεί μέσα στη σχέση το δυναμικό του να καταπραΰνει τις πληγές του δεύτερου και ο δεύτερος θα υποφέρει την αγανάκτηση και την κριτική του πρώτου όταν ο πρώτος θα φτάνει να αγανακτεί με την κατάσταση του δεύτερου και να τον επικρίνει. Έτσι λοιπόν ενώ και οι δύο σύντροφοι έχουν μπει σε μια σχέση με την ελπίδα – ασυνείδητα – να λύσουν επιτέλους τους γρίφους και τα προβλήματα που είχαν με τους γονείς τους, καταλήγουν φυλακισμένοι σε ένα επαναλαμβανόμενο καταστροφικό δυναμικό, ένα φαύλο κύκλο που τείνει να εκδραματίζεται σε όλες τους τις σχέσεις.
Είναι επόμενο να αναρρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο είμαστε προγραμματισμένοι να επαναλαμβάνουμε τα κακώς κείμενα του παρελθόντος. Κατ’αρχήν, δεν επαναλαμβάνουμε μόνο τα κακώς κείμενα αλλά και τα θετικά στοιχεία των σχέσεων, απλά καταπιαστήκαμε προς το παρόν μόνο με αυτά. Κατά δεύτερον, η δύναμη και ένταση της επανάληψης είναι μια άμυνα και ένας μηχανισμός της ψυχής να καταλάβει τις πληγές της και επιτέλους να τις γιατρέψει. Για να τις καταλάβει, τις εκδραματίζει ξανά και ξανά μέχρι το άτομο να κοντοσταθεί και να μελετήσει πιο προσεκτικά τις κινήσεις του. Η εμπειρία στην ψυχοθεραπεία λέει πως όταν κάποιος κοντοσταθεί και παρατηρήσει τον εαυτό του με μεγαλύτερη επιμονή αλλά και συγχρόνως «ανοίξει» το πνεύμα του με σκοπό να καταλάβει τις ενδότερες διαδικασίες και χειρισμούς του ψυχισμού του, τότε θα καταφέρει να συνειδητοποιήσει και επομένως να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του. Δυστυχώς όμως λίγοι από εμάς κοντοστεκόμαστε και ίσως λιγότεροι από εμάς, ακόμα κι όταν υποψιαστούμε τι μπορεί να μας συμβαίνει, έχουμε τη διάθεση να παρέμβουμε για να το αλλάξουμε – κι αυτό, γιατί φοβόμαστε τις αλλαγές, τη διατάραξη των γνώριμων ισορροπιών όσο παθολογικές και επίπονες κι αν είναι.
Η προτροπή λοιπόν δεν είναι βάλτε τέλος στην επανάληψη – δεν είναι τυχαία αυτή μήτηρ πάσης μαθήσεως – η προτροπή είναι κοντοσταθείτε, παρατηρήστε και κατανοήστε τις λειτουργίες και τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται ώστε να ωφεληθείτε από τις πληροφορίες που σας δίνουν και να τις χρησιμοποιήσετε ώστε η ελπίδα σας για βελτίωση να μην είνα φρούδα και ανυπόστατη, αλλά υγιής και στηριζόμενη σε πραγματική επιθυμία για αλλαγή με την αφοσίωση και τον αγώνα που αυτή προϋποθέτει.
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεύτρια