Η ύπνωση είναι μια θεραπευτική μέθοδος στo πλαίσιο μιας ψυχοθεραπείας από έναν θεραπευτή και δεν είναι ένας εύκολος τρόπος να λύσει κανείς διά μαγείας όλα του τα προβλήματα χωρίς κόπο.
Δεν έχει τίποτα κοινό με τις παρουσιάσεις σε διάφορα shows από «υπνωτιστές» που προτρέπουν τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα «χωρίς τη θέλησή τους», να ρεζιλεύονται και να μη θυμούνται μετά τίποτα από όσα συνέβησαν.
Είναι μια τεχνική κι όχι θεραπεία από μόνη της και πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο από επιστήμονες υγείας (ψυχολόγους, ψυχοθεραπευτές, ψυχιάτρους) και μέσα στο πλαίσιο της ειδικότητάς τους.
Η θεραπευτική ύπνωση είναι μια σειρά διαδικασιών κατά την οποία ο θεραπευτής προτείνει στο θεραπευόμενο να βιώσει συγκεκριμένες αλλαγές στο πώς αισθάνεται, σκέφτεται ή/και συμπεριφέρεται.
Ξεκινάει με τη μετατόπιση και την εστίαση της προσοχής του ασθενούς σε κάποιο σημείο. Το σημείο εστίασης μπορεί να είναι εξωτερικό ή εσωτερικό.
Αν ο υπνοθεραπευτής ζητήσει από το θεραπευόμενο να κοιτάει ένα συγκεκριμένο σημείο στον τοίχο ή σε οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, τότε η ύπνωση γίνεται χρησιμοποιώντας ως κέντρο εστίασης ένα εξωτερικό σημείο.
Μπορεί όμως απλά να του ζητηθεί να κλείσει τα μάτια του και να συγκεντρωθεί στη χαλάρωση του σώματός του ή να φέρει στο νου του μια εικόνα που τον ηρεμεί. Τότε η ύπνωση γίνεται με βάση ένα εσωτερικό σημείο εστίασης.
Όταν αρχίζει η εστίαση της προσοχής, μειώνεται η περιφερειακή ικανότητα αντίληψης. Ο θεραπευόμενος αντιλαμβάνεται επιλεκτικά ένα συγκεκριμένο θέμα και δίνει όλο και λιγότερη σημασία στον περίγυρό του με αποτέλεσμα να ανακαλύπτει διαφορετικές λύσεις, να κάνει διαφορετικές ερμηνείες και να βλέπει τη ζωή του από μια διαφορετική οπτική γωνία. Έτσι μπορεί και βρίσκει τρόπους για την επίλυση των προβλημάτων του, δύναμη και επίγνωση του εαυτού του.
Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να υπνωτιστούν αλλά αναγκαία προϋπόθεση είναι να θέλει το ίδιο το άτομο να υποβληθεί σε ύπνωση. Χρειάζεται ακόμη η επιθυμία να αφεθεί κανείς να ακολουθήσει τις υποβολές του θεραπευτή με τη φαντασία του.
Το βάθος της ύπνωσης ωστόσο μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, ανάλογα με το είδος του προβλήματος, την ικανότητα του ανθρώπου να υπνωτιστεί και το πόσο διατεθειμένος είναι να πραγματοποιήσει αλλαγές στον εαυτό του και τη ζωή του.
Συνήθως μια κατάσταση ελαφράς ύπνωσης, κάτι δηλαδή που εύκολα πετυχαίνουν οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι αρκετή για θεραπεία στις περισσότερες περιπτώσεις.
Κατά τη διάρκεια της ύπνωσης δε χάνει κανείς τον έλεγχο του εαυτού του, ούτε παύει να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν. Σε κατάσταση ύπνωσης ο θεραπευόμενος έχει πλήρη έλεγχο και δεν θα κάνει κάτι που δεν θέλει. Δε θα μιλήσει για πράγματα που δεν επιθυμεί ούτε θα αποκαλύψει προσωπικές πληροφορίες αν δεν το αποφασίσει ο ίδιος. Είναι απλά πολύ χαλαρωμένος και επιλεκτικά συγκεντρωμένος σε κάτι. Μπορεί να ακούει και να αντιλαμβάνεται τα πάντα.
Η ύπνωση είναι μια συνεργασία ανάμεσα στο θεραπευτή και το θεραπευόμενο στην οποία δε συμβαίνει τίποτα που δε θέλει ο θεραπευόμενος. Αντιθέτως, αν μέσα στην ύπνωση ζητείται κάτι από τον θεραπευόμενο που είναι κατά των αξιών του ή κάτι που δε θέλει να κάνει, βγαίνει αυτομάτως από την κατάσταση της ύπνωσης.
Μπορούμε να παρομοιάσουμε τη διαδικασία της ύπνωσης με τη μεταφορική εικόνα μιας βόλτας με ένα αυτοκίνητο. Σε αυτή την εικόνα ο θεραπευόμενος οδηγεί το αυτοκίνητο και ο θεραπευτής είναι ο συνοδηγός που προτείνει ποια κατεύθυνση μπορεί να πάρει για να φτάσει στον προορισμό του. Ο θεραπευόμενος αποφασίζει αν θα ακολουθήσει την κατεύθυνση που προτείνει ο θεραπευτής, με ποιο ρυθμό θα φτάσει εκεί, πόσες στάσεις θα κάνει, αν θα κάνει μια παράκαμψη και οτιδήποτε άλλο.
Κατά τη διάρκεια της ύπνωσης γίνεται πολλές φορές και ψυχοθεραπευτική δουλειά μέσω διαλόγου μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου.
Οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στην ύπνωση με διαφορετικούς τρόπους. Μερικοί περιγράφουν την εμπειρία τους σα μια διαφορετική κατάσταση συνείδησης. Άλλοι, περιγράφουν την ύπνωση σα μια φυσιολογική κατάσταση εστιασμένης προσοχής και απορρόφησης κατά τη διάρκεια της οποίας αισθάνονται ήρεμοι και χαλαροί. Πάντως, τα θεραπευτικά αποτελέσματα μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα από το πώς το βιώνει ο θεραπευόμενος.
Οι άνθρωποι γενικά θυμούνται το καθετί στη διάρκεια της συνεδρίας ύπνωσης. Υπάρχουν όμως κάποιες περιπτώσεις όπου ο θεραπευτής μπορεί να δώσει «μεταϋπνωτική υποβολή» στο άτομο ώστε να μη θυμάται αυτά που ειπώθηκαν (αν κρίνει π.χ. ότι θα είναι αβάστακτα οδυνηρό γι’ αυτόν να θυμάται), αλλά αυτό πολύ σπάνια συμβαίνει στη θεραπεία.
Για να επιτευχθούν οι επιθυμητές αλλαγές για τις οποίες έχουν συμφωνήσει ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος, ο υπνοθεραπευτής καθοδηγεί τη φαντασία του σε γεγονότα και καταστάσεις που, αν συνέβαιναν στην πραγματικότητα, θα προκαλούσαν τις επιθυμητές αλλαγές. Οι προτάσεις που θα υποβάλει ο θεραπευτής για να υπάρξουν οι συγκεκριμένες αλλαγές είναι οι γνωστές σε όλους μας υποβολές.
Κατά τη γνώμη μου είναι αναγκαίο να εκπαιδευτεί ο θεραπευόμενος στην αυτοΰπνωση έτσι ώστε να μην εξαρτάται από το θεραπευτή του.
Η αυτοΰπνωση είναι η διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος είναι σε θέση να βάζει τον εαυτό του σε κατάσταση ύπνωσης. Σκοπός είναι η αξιοποίηση της αυτοϋπνωτικής ικανότητας, για την επίτευξη θεραπευτικών στόχων και την ενίσχυση των αποτελεσμάτων της υπνοθεραπείας.
Η ύπνωση είναι μια από τις πολλές τεχνικές που χρησιμοποιούνται σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα. Χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων στον έλεγχο του πόνου, στην κατάθλιψη, στις διαταραχές άγχους (π.χ. φοβίες, κρίσεις πανικού, μετατραυματικό στρες), στη διακοπή επιβλαβών συνηθειών, στις διατροφικές διαταραχές, στις ψυχοσεξουαλικές δυσλειτουργίες και στις ψυχοσωματικές διαταραχές.
Η ύπνωση δεν είναι όμως πανάκεια και δεν είναι για όλους και για όλα. Η απόφαση να είναι η ύπνωση ένα μέρος του θεραπευτικού προγράμματος θα γίνει σε συνεργασία με τον ειδικό που έχει εκπαιδευτεί στη χρήση και στους περιορισμούς της.