Ένα αρκετά συχνό ερώτημα για πολλές οικογένειες, όταν έρχονται αντιμέτωπες με το πρόβλημα της τοξικοεξάρτησης, είναι γιατί το συγκεκριμένο μέλος της κατέφυγε στη χρήση ουσιών. Τα αίτια της χρήσης θα μπορούσαν να είναι αναρίθμητα και καλύπτουν πολλούς τομείς του εσωτερικού κόσμου του εξαρτημένου. Για να αποκτήσει ένα αναγκαίο αίσθημα παντοδυναμίας που θα καλύψει την ανασφάλεια, την ανικανότητα και την αποτυχία. Επίσης, για να καλύψει την έλλειψη πάθους και φαντασίας, την απουσία νοήματος στη ζωή του, τα εσωτερικά κενά του, το αίσθημα του ανικανοποίητου και της ανίας. Οι απαντήσεις αυτές ενδεχομένως ποικίλουν από άτομο σε άτομο και ο εξαρτημένος οδηγείται στην ανακάλυψή τους μέσα από τη διαδικασία της θεραπείας. Ωστόσο, είναι εμφανές το συναίσθημα ενοχής που κρύβεται πίσω από αυτό το ερώτημα καθώς και το γεγονός ότι αφορά περισσότερο στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και λιγότερο στον ίδιο τον χρήστη.
Σύμφωνα με έρευνες, υπάρχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά στις οικογένειες που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της χρήσης, ιδιαίτερα όσον αφορά στο θέμα της επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη. Έχει παρατηρηθεί ότι “το 50% των οικογενειών είναι θεωρητικά “διαλυμένες”, (με χαρακτηριστικά την απουσία του πατέρα ή της μητέρας, διαζύγιο κλπ.), αλλά από την άλλη το υπόλοιπο 50% αυτών των οικογενειών μπορούν να θεωρηθούν φαινομενικά υγιείς. Ωστόσο ακόμα και σε αυτές τις οικογένειες φαίνεται ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους γονείς και το παιδί είναι πολύ διαταραγμένες και υπάρχει κυρίως μια απουσία σχέσης με τον πατέρα. Οι σχέσεις με τη μητέρα είναι φαινομενικά καλύτερες, η μητέρα εκφράζει συχνά μια έντονη και πολύ κτητική στοργή. Η αγωγή που δίνει ο πατέρας είναι τις περισσότερες φορές ανεκτική και χαρακτηρίζεται συχνά από έλλειψη ενδιαφέροντος. Τέλος επισημαίνεται ότι πρόκειται τόσο για μια παθολογία της οικογενειακής σχέσης όσο και για μια ατομική και κοινωνική παθολογία.” (Olievenstein Cl., 1972)
Ένα εξίσου κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι η ανακάλυψη της κατάχρησης ουσιών οφείλεται σχεδόν πάντα σε κάποιον τρίτο ή σε μια λάθος κίνηση, σαν να έπρεπε η παθολογία να αναγνωριστεί πρώτα από τον εξωτερικό κόσμο και ύστερα από την ίδια την οικογένεια. Η οικογένεια αγνοεί τη σοβαρότητα του προβλήματος, όταν πρόκειται για νέο χρήστη. Επίσης, όλοι υποστηρίζουν ότι αν δεν υπήρχαν τα ναρκωτικά, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα και δεν αναγνωρίζουν το γεγονός ότι πολλές φορές η χρήση ουσιών είναι το εμφανές σύμπτωμα άλλων προβλημάτων που προυπήρχαν. “Η αδυναμία αυτών των οικογενειών να βάλουν όρια, να έχουν ένα νόμο και να τον σέβονται, έρχεται αντιμέτωπη με τη δύναμη των ναρκωτικών.” (Olievenstein Cl., 1972)
Οι στόχοι της θεραπευτικής παρέμβασης (απεξάρτηση/αποτοξίνωση) στο οικογενειακό πλαίσιο είναι πολυδιάστατοι. Αρχικά, να μπορέσουν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας (πέραν του εξαρτημένου) να αποβάλουν τις δικές τους ενοχές και να μιλήσουν ανοιχτά για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν. Στη συνέχεια, να διερευνηθούν οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών και η εύρεση άλλων τύπων επικοινωνίας, πιο υγειών και λειτουργικών. Εξίσου σημαντική είναι η εκπαίδευση σε τρόπους διαχείρισης συναισθημάτων και συγκρούσεων καθώς και στη δυνατότητα της οικογένειας να βρίσκει λύσεις στα προβλήματα που προκύπτουν έχοντας κάθε μέλος ξεκάθαρο ρόλο.
Τέλος, σημαντικός στόχος της οικογενειακής θεραπείας είναι να μπορέσουν οι γονείς να αποχωριστούν τα παιδιά τους με κύριο και απώτερο σκοπό να μπορέσουν τα παιδιά να ανεξαρτητοποιηθούν και από την οικογένεια και να ξεκινήσουν μια ζωή πάνω σε νέες υγιείς βάσεις.(Μάτσα Κ., 2001)
Η επιτυχία της θεραπείας του εξαρτημένου καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τη δέσμευση της οικογένειας στην θεραπευτική παρέμβαση. Έχει αποδειχτεί ότι αυτή η δέσμευση μειώνει σε μεγάλο ποσοστό τη διακοπή της θεραπείας από τον εξαρτημένο, ο οποίος ουσιαστικά παροτρύνεται να συνεχίσει και μειώνονται σημαντικά οι πιθανότητες υποτροπής.
Οι προσπάθειες της οικογένειας για αλλαγή είναι συχνά επίπονες, δύσκολες και πολλές φορές ασταθείς. Η οικογένεια πιέζεται να αλλάξει τρόπους επικοινωνίας που ήταν γερά εδραιωμένοι ανάμεσα στα μέλη της για χρόνια, πολύ πριν την εμφάνιση του προβλήματος της εξάρτησης στους κόλπους της, ίσως και από την αρχή της διαμόρφωσης της. Μέσα στη διαδικασία της θεραπείας το κάθε μέλος έρχεται αντιμέτωπο με φόβους, ανασφάλειες σε σχέση με θέματα εξουσίας και ελέγχου μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο καθώς και έκφρασης υγειών συναισθημάτων.
Όσο καλύτερη και συχνότερη είναι η επαφή και η συνεργασία των μελών της οικογένειας με το θεραπευτικό πλαίσιο, τόσο πιο ανώδυνη και σταθερή είναι η εξέλιξη των απαιτούμενων αλλαγών που θα οδηγήσουν σε ένα ομαλό θεραπευτικό αποτέλεσμα, όχι μόνο για τον ίδιο τον εξαρτημένο αλλά και για τα υπόλοιπα μέλη.
Σχεδόν όλα τα θεραπευτικά προγράμματα, αναγνωρίζοντας τη σημασία της οικογενειακής παρέμβασης, καλούν τις οικογένειες να λάβουν μέρος σε ομάδες στις οποίες θα μπορούν να μιλήσουν με άλλες οικογένειες ανοιχτά για το πρόβλημα χρήσης ουσιών που αντιμετωπίζουν και να έχουν μια στενή συνεργασία με τους θεραπευτές, από τους οποίους θα μπορέσουν να πάρουν τις οδηγίες και την υποστήριξη που χρειάζονται, για να συνεχίσουν τη δύσκολη πορεία της θεραπείας.
Ευαγγελία Πολιτοπούλου
Κλινικός Ψυχολόγος
Ψυχοθεραπευτήριο Λυράκου