Λογοθεραπεία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των προβλημάτων του λόγου, της ομιλίας και της φωνής.
Η λογοθεραπεία ανήκει στις επιστήμες της υγείας αλλά και στις ευρύτερες επιστήμες της συμπεριφοράς. Αναπτύσσεται προφανώς σε κοινωνίες που θεωρούν τη λειτουργία του λόγου ως βασική, δηλαδή είναι πολιτιστικώς και υγιειονομικώς προηγμένες, και διαθέτουν πόρους για την μελέτη και αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων.
Ο ειδικός επιστήμων που ασκεί τη Λογοθεραπεία ονομάζεται “Παθολόγος Λόγου & Ομιλίας” ή απλώς “Λογοθεραπευτής”, δίνοντας περισσότερη έμφαση στις πολλές και διάφορες θεραπευτικές εφαρμογές που υπάρχουν διαθέσιμες σήμερα.
Τα πιο συνηθισμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Λογοθεραπεία μπορούν να ταξινομηθούν στις εξής κατηγορίες:
Δυσφωνία
Φωνή είναι ο άναρθρος ήχος που παράγεται από τον λάρυγγα. Πολύ συχνά γίνεται σύγχυση της φωνής με την ομιλία, διότι η ομιλία έχει ως βάση τη φωνή, αλλά αφού η τελευταία διαμορφωθεί από τα όργανα της αρθρώσεως. Τα χαρακτηριστικά της φωνής είναι η ένταση, η συχνότητα (εννοείται η βασική συχνότητα), το χρώμα ή ηχόχρωμα (το συγκεκριμένο μείγμα αρμονικών σε κάθε περίπτωση) και η ποιότητα (πολυεπίπεδο χαρακτηριστικό του ατόμου, του φύλου, της ηλικίας).
Οι δυσφωνίες είναι διαταραχές των χαρακτηριστικών της φωνής, τις οποίες συνολικά αποκαλούμε βραχνάδα ή βράγχος φωνής. Η συμβολή της λογοθεραπείας εν προκειμένω είναι να εγκαταστήσει εργονομικές φωνητικές συνήθειες, δηλαδή να ρυθμίσει καταλλήλως την συνήθη ένταση (δυνατή-σιγανή φωνή), τον βασικό τόνο (βαριά-λεπτή φωνή), την αναπνευστική υποστήριξη της φωνής και τον μυϊκό τόνο μη φωνητικών μυών, οι οποίοι όμως κινητοποιούνται από κακή συνήθεια και με βλαπτικό τρόπο κατά την φώνηση.
Καθυστέρηση του Λόγου
Καθυστερημένη ανάπτυξη του Λόγου επισημαίνεται όταν ένα παιδί δεν ακολουθεί περίπου τον μέσο όρο των άλλων παιδιών στην ανάπτυξη του Λόγου. Για την κατάκτηση των διαφόρων επιπέδων δίδονται χρονικές “προθεσμίες”, π. χ. στην ηλικία των 12-18 μηνών το παιδί πρέπει να έχει αρθρώσει τις πρώτες του λέξεις, στην ηλικία των 2-2,5 ετών πρέπει να χρησιμοποιεί προτάσεις 2-3 λέξεων και να κατανοεί απλές εντολές, κλπ.
Σε περίπτωση καθυστερήσεως της ομιλίας πρέπει απαραιτήτως να εξετασθεί η ακοή του παιδιού και η γενικότερη ανάπτυξη του, διότι πολλές φορές η καθυστέρηση οφείλεται σε βαρηκοΐα, ή είναι δευτερογενές σύμπτωμα κάποιας άλλης παθολογίας. Τις περισσότερες φορές όμως, η καθυστέρηση του λόγου είναι πρωτογενής διαταραχή, δηλαδή ένα παιδί αναπτύσσεται κανονικά σε όλα τα επίπεδα, εκτός από το λόγο και η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε κάποια παθολογία. Αν η διάγνωση της βαρηκοΐας δεν γίνει εγκαίρως, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να εγκατασταθεί αλαλία.
Τραυλισμός
Είναι πρόβλημα ροής του προφορικού λόγου και αφορά παιδιά και ενήλικες. Χαρακτηρίζεται από “κολλήματα” στον αρχικό φθόγγο της λέξεως, ή ακόμη και σε πολλαπλή επανάληψι της λέξεως. Συνοδεύεται συχνά από μορφασμούς του προσώπου και διαταραχές της ομιλίας που αφορούν στην ταχύτητα, τον ρυθμό και την αναπνοή.
Διαταραχές της ομιλίας
Άρθρωση λέγεται η λειτουργία της διαμορφώσεως της φωνής σε οργανωμένα φωνητικά σύνολα, συλλαβές δηλαδή και λέξεις. Η άρθρωση είναι πολύπλοκη λειτουργία, στην οποία συμβάλλουν η γλώσσα, η μαλθακή υπερώα, τα χείλη, τα δόντια κλπ. Στις διαταραχές αυτές ανήκουν οι φωνολογικές διαταραχές κατά τις οποίες ένα παιδί δεν αρθρώνει σωστά τους φθόγγους της γλώσσας του, ανάλογα με την ηλικία του. Επίσης, η δυσαρθρία, η οποία είναι η παθολογική άρθρωση που οφείλεται σε παθολογικά αίτια, όπως η εγκεφαλική παράλυση, εγκεφαλικά επεισόδια και χρόνιες παθήσεις όπως Σκλήρυνση κατά πλάκας και Πάρκινσον.
Αφασία των ενηλίκων
Είναι η απώλεια της παραγωγής ή/και αντιλήψεως του προφορικού ή/και γραπτού λόγου και ομιλίας. Οφείλεται σε εγκεφαλικές διαταραχές που εντοπίζονται στο επικρατούν εγκεφαλικό ημισφαίριο (συνήθως το αριστερό). Οι λειτουργίες που βλάπτονται είναι μερικές ή όλες οι ακόλουθες: Προφορική/γραπτή έκφραση, άρθρωση, κατανόηση του λόγου, γραφή, ανάγνωση, μνήμη του λόγου κλπ. Αυτές οι δυσκολίες έχουν ως αποτέλεσμα ανεπαρκή επικοινωνία, η οποία γίνεται ενίοτε με λέξεις μεμονωμένες ή μικρές προτάσεις. Συχνά παρατηρείται σύγχυση στην οργάνωση του λόγου καθώς και στην ταχύτητα με την οποία παράγεται η λέξι ή η πρόταση. Επίσης, συχνά η αφασία συνοδεύεται και από απραξία. Επειδή οι αφασικοί ασθενείς καταλαβαίνουν την κατάσταση τους, υποφέρουν συναισθηματικά και αισθάνονται αναξιότητα, απογοήτευση, ευαισθησία και συναισθηματική αστάθεια.
Πηγή: http://e-orl.gr/
Σωτηρία Δόντη
MSc, Λογοθεραπεύτρια