Το άγχος και οι ασθένειες του, όπως τις προσδιορίσαμε ανήκουν σε μια μεγαλύτερη κατηγοριοποίηση των ψυχιατρικών παθήσεων που ονομάζονται συναισθηματικές διαταραχές. Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω μπόρεσαν να προσδιορίσουν με επιτυχία το ρόλο του άγχους σαν συναίσθημα άλλα και το ρόλο των συναισθημάτων στην ανάπτυξη και στη εξέλιξη μιας ψυχιατρικής πάθησης. Ανάλογα, αποφασίσαμε να αναφερθούμε στο συναίσθημα σαν ένα γενικό ψυχικό φαινόμενο για να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε τη θέση του στην ψυχοθεραπευτική παρέμβαση.
Τι είναι συναίσθημα. Τι είναι ψυχοθεραπεία
Στην ψυχολογία, αλλά και στην καθομιλουμένη, χρησιμοποιούμε διάφορες λέξεις για να περιγράψουμε και να προσδιορίσουμε τις διάφορες ψυχικές καταστάσεις που βιώνουμε. Οι πιο συχνές λεκτικές περιγραφές των ψυχικών φαινομένων που νιώθουμε καθημερινά προσδιορίζονται με τις λέξεις συναίσθημα, πάθος, αίσθημα, συγκίνηση και θυμική κατάσταση. Όλες οι ψυχικές καταστάσεις που βιώνουμε όπως το άγχος, ο θυμός, η θλίψη, ο φόβος έρωτας, η απογοήτευση, το μίσος, η μοναξιά, ο εξευτελισμός, η ενοχή, η χαρά έχουν μεταξύ τους πολύ σημαντικές ποιοτικές και ποσοτικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο που αναπαριστούνται στον ψυχισμό μας αλλά και στην γλώσσα.
Σε ένα γενικό επίπεδο, οι συνειδητές και υποσυνείδητες διεργασίες του συναισθήματος αποτελούν τη βάση στην οποία εδραιώνονται οι παραπάνω αναφερόμενες ψυχιατρικές παθήσεις καθώς και πολλές άλλες. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η ψυχοθεραπεία σε πρώτη φάση καλείται να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αναγνωρίζει το συναίσθημα ο ίδιος ο θεραπευόμενος στον ψυχισμό του. Πιο συγκεκριμένα, ο θεραπευτής (ψυχολόγος) καλείται να δουλέψει με τον θεραπευόμενο τους τρόπους με τους οποίους αναδύεται το συναίσθημα και η αναπαράσταση αυτού από το ίδιο το υποκείμενο. Ταυτόχρονα, δουλεύει την δυνατότητα λεκτικοποίησης και γλωσσικού προσδιορισμού των βιωμάτων του θεραπευομένου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας αναγνώρισης των συναισθημάτων και της δυσκολίας να προσδιοριστούν λεκτικά είναι ένα κλινικό φαινόμενο που ονομάζεται Αλεξιθυμία (δηλαδή, δεν υπάρχουν λέξεις για να προσδιοριστεί η θυμική κατάσταση, ή αλλιώς το συναίσθημα). Η αλεξιθυμία αποτελεί ένα σύμπτωμα που αναγνώρισε ο Σιφνέος (Έλληνας ψυχίατρος στις Η.Π.Α. τη δεκαετία του ’60) σε ψυχιατρικούς ασθενείς που εμφάνιζαν ψύχωση, αλκοολισμό, σε ασθενείς που παρουσίαζαν σωματικές χρόνιες ασθένειες «ψυχοσωματικού τύπου», αλλά και σε ανθρώπους που είχαν υποστεί βασανισμούς και διάφορα άλλα τραυματικά γεγονότα. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω ασθενείς αδυνατούσαν να προσδιορίσουν τι νιώθουν σε συναισθηματικό επίπεδο και προσπαθούσαν να καλύψουν αυτό το κενό περιγράφοντας πως είναι η υγεία τους, αν κοιμούνται, τις σωματικές παρενέργειες των φαρμάκων, ενώ παράλληλα η ανάδυση συναισθημάτων σε εκφράσεις του προσώπου τους είτε σε λεκτικό επίπεδο ήταν μπλοκαρισμένη.
Σε δεύτερο χρόνο έμφαση δίνεται στον τρόπο που τα συναισθήματα εφόσον έχουν λεκτικοποιηθεί και έχουν αναγνωριστεί από τον θεραπευόμενο, μπορούν να μεταφερθούν σε ένα τρίτο δηλαδή στον επικοινωνιακό χαρακτήρα των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα μεταφέρονται λεκτικά αλλά και εξωλεκτικά, μέσω εκφράσεων του προσώπου, της κίνησης των χεριών, της στάσης του σώματος. Χαρακτηριστική κατηγορία ατόμων που δυσκολεύονται στην έκφραση των συναισθημάτων σε υποκειμενικό επίπεδο είναι οι ασθενείς της οριακής διαταραχής της προσωπικότητας. Οι συγκεκριμένοι ασθενείς ενώ μπορούν να προσδιορίσουν τις περισσότερες φορές λεκτικά το τι αισθάνονται και τι τους συμβαίνει συναισθηματικά στον ψυχισμό τους, δυσκολεύονται να το μεταφέρουν σε ένα τρίτο. Αντίθετα το συναίσθημα αυτό γυρίζει προς τον εαυτό τους μετατρέποντας το συναίσθημα αυτό σε δομή, σε ένα ανυπέρβλητο σύμπτωμα (παράδειγμα νιώθω ότι αισθάνομαι θλίψη ανηδονία και άγχος άρα γίνομαι μελαγχολική).
Η θέση του συναισθήματος σε κάθε σχολή ψυχοθεραπείας
Όλα τα παραπάνω είναι κοινά σε κάθε τύπου ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Παράλυτα, ο τρόπος με τον οποίο κάθε θεραπευτής επεξεργάζεται και αναλύει το συναίσθημα μαζί με τον θεραπευόμενο αλλάζει σε μικρό βαθμό ανάλογα με την θεωρητική καταβολή, δηλαδή τη σχολή ψυχοθεραπείας στην οποία ανήκει κάθε ψυχοθεραπευτής. Ενδεικτικές σχολές ψυχοθεραπείας είναι οι ακόλουθες.
Γνωσιακή ψυχοθεραπεία
Για πολλά χρόνια στην ψυχολογική θεωρία τα συναισθήματα αντιμετωπιζόντουσαν σαν κάτι νοσηρό στην ψυχική μηχανή, δηλαδή η ίδια η έκφραση των συναισθημάτων συχνά θεωρούταν το σύμπτωμα της ψυχικής ασθένειας που ο θεραπευτής καλούταν να αντιμετωπίσει. Η γνωσιακή θεώρηση άλλαξε αναφορικά με το συναίσθημα τη δεκαετία του ’80 και του ’90 με θεωρητικούς όπως ο Antonio Damasio, κ.α. καθώς και με τη θεωρία της συναισθηματικής νοημοσύνης την οποία ανάσυρε από προηγούμενους θεωρητικούς ο Daniel Goleman. Οι γνωσιακοί ψυχοθεραπευτές αναγνώρισαν το λανθασμένο διαχωρισμό μεταξύ συναισθηματικού και γνωστικού κόσμου, δηλαδή μεταξύ συναισθημάτων και σκέψεων.
Οποιαδήποτε σκέψη εμπεριέχει κάποιες συναισθηματικές αποχρώσεις καθώς και το αντίστροφο, δηλαδή οποιοδήποτε συναίσθημα βασίζεται σε κάποια γνωστική εικόνα. Για παράδειγμα δε νιώθουμε κάποιο αίσθημα αναξιότητας αν δεν θεωρούμε ότι δεν τα καταφέραμε σε κάποια δραστηριότητα και ταυτόχρονα, οποιαδήποτε σκέψη για αυτοκτονία βασίζεται σε ανυπέρβλητα συναισθήματα ανηδονίας θλίψης κλπ.
Η γνωσιακή ψυχοθεραπεία θεωρεί ότι λανθασμένοι, παραμορφωμένοι ή αντιπαραγωγικοί τρόποι σκέψεις συνοδεύουν ή προηγούνται των δυσπροσαρμοστικών συμπεριφορών και των συναισθηματικών διαταραχών.
Η θεραπεία έγγυτε στην αλλαγή αυτών των συμπεριφορών και των τρόπων σκέψεων συχνά αναλύοντας αυτές καθώς και τα συναισθήματα που προκαλούν τον θεραπευόμενο. Η επεξεργασία του επιτρέπει στο θεραπευτή να μεταδώσει στο θεραπευόμενο τις σωστές συμπεριφορές και τους σωστούς, μη παθολογικούς τρόπους έκφρασης των συναισθημάτων.
Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία
Η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία δίνει μεγάλη έμφαση στο συναίσθημα και στους τρόπους έκφρασης αυτού.
Μια πρώτη κατηγοριοποίηση που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε σύμφωνα με το Freud, André GREEN, Réné Roussillion, είναι ότι οι διάφοροι συναισθηματικοί χρωματισμοί ακολουθούν το ακόλουθο σχήμα.
Αίσθημα- Πάθος- Συγκίνηση και Συναίσθημα.
Η σειρά αυτή δεν είναι τυχαία το αίσθημα, πρώτο στη σειρά είναι το πλέον μη επεξεργασμένο και άμεσα συνδεδεμένο με τις αισθήσεις μας. Το συναίσθημα είναι το τελευταίο στη σειρά και αποτελεί το πλέον επεξεργασμένο ψυχικά ερέθισμά, καθώς και το πλέον εσωτερικευμένο και επεξεργασμένο με βάση τα εσωτερικά πρότυπα.
Το αίσθημα είναι ο πιο πρωτόγονος τύπος θυμικής κατάστασης καθώς είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις αισθήσεις μας. Στην σεξουαλική επαφή αναφερόμαστε στο αίσθημα απόλαυσης, ενώ στην χρήση αλκοόλ, στον τζόγο ή στα ναρκωτικά είναι η ικανοποίηση σαν αίσθημα που μας κυριεύει. Δηλαδή, το αίσθημα συνδέεται άμεσα με τις πράξεις, με τις αισθήσεις και δεν γίνεται σε αυτό κάποια ψυχική επεξεργασία, αλλά παραμένει πρωτόγονο, ζωώδες.
Το πάθος αποτελεί μια ψυχική κατάσταση που μας κυριεύει τόσο σε θυμικό επίπεδο όσο και στις συμπεριφορές μας. Το ερωτικό πάθος που χαρακτηρίζεται από ζήλια, λεκτική ή σωματική βία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα καθώς το υποκείμενο δεν μπορεί να σταματήσει ή να ελέγξει τη θυμική αυτή κατάσταση, δηλαδή το πάθος ούτε τις συμπεριφορές που προκύπτουν από αυτή (κατάθλιψη, νευρική ανορεξία κτλ…)
Η συγκίνηση αποτελεί μια επεξεργασμένη και εσωτερικευμένη θυμική κατάσταση καθώς μπορεί να μεταδοθεί και να γίνει αντιληπτή από τον ψυχισμό ενός άλλου υποκειμένου. Όπως και στην ελληνική της εκδοχή, η λέξη συγκίνηση, emotion στα αγγλικά κρατάει σημειολογικά την έννοια της κίνησης και αναφέρεται στην κίνηση που προκαλεί η συγκίνηση κάποιου ανθρώπου στον ψυχισμό κάποιου άλλου.
Το συναίσθημα αποτελεί την πλέον εσωτερικευμένη θυμική κατάσταση, καθώς ο ψυχισμός του ανθρώπου επεξεργάζεται διάφορα ερεθίσματα και τα αντιπαραβάλει συχνά με την ηθική του και διάφορα άλλα συστήματα αξιών. Το συναίσθημα της ενοχής, ή της επιτυχίας είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα καθώς αναφέρονται σε ένα θυμικό ερέθισμά που έχει δεχθεί μια ψυχική διεργασία και έχει μετατραπεί ψυχικά.
Στην ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης συχνά καλούμαστε να βοηθήσουμε τον ασθενή να επεξεργαστεί ψυχικά κάποιες θυμικές καταστάσεις και να μετατρέψει τα αισθήματά του ή τα πάθη του σε πιο εσωτερικευμένες μορφές όπως είναι η συγκίνηση και το συναίσθημα. Στη διαδικασία αυτή συμβάλλει συχνά το φαινόμενο της μεταβίβασης, δηλαδή της συναισθηματικής επένδυσης του θεραπευόμενου στο θεραπευτή, αλλά και του θεραπευτή στο θεραπευόμενο. Ταυτόχρονα ο θεραπευόμενος δίνει συμβολικά στον θεραπευτή το ρόλο ενός σημαντικού άλλου, προωθώντας έτσι την ψυχοθεραπευτική σχέση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως δουλεύεται στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία η μετατροπή του πάθους σε συναίσθημα είναι η θεραπεία με την Δήμητρα, μια ασθενή που παρουσιάζει οριακή διαταραχή της προσωπικότητας. Χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της διαταραχής είναι οι απόπειρες αυτοτραυματισμού, κοψίματα στα χέρια και στα πόδια, καψίματα με τσιγάρα, οι απόπειρες αυτοκτονίας, οι χρήση ουσιών και αλκοόλ και οι αντικοινωνικές και παρεμβατικές συμπεριφορές.
Η Δήμητρα είχε βρεθεί να ουρλιάζει και να κλαίει καθώς το νοσηλευτικό προσωπικό ενός κέντρου στο οποίο νοσηλευόταν δεν είχε τη δυνατότητα να της ικανοποιήσει κάποια επιθυμία. Μετά από λίγα λεπτά επενέβηκα εγώ και την κάλεσα στο γραφείο μου. Η Δήμητρα αντέδρασε άσχημα σε όλη τη διάρκεια της πρώτης φάσης της συνεδρίας φωνάζοντας ότι δεν θα κάνει ότι θέλουμε και δεν θα τις επιβάλουμε τους κανόνες μας κλπ. Τη συνεδρία διέκοψε ένα τηλεφώνημα λίγων δευτερολέπτων. Αμέσως μετά το τηλεφώνημα μετέφερα στην Δήμητρα ότι «δεν χρειάζεται να φωνάζεις για να ακουστείς, αρκεί να μας δώσεις το μήνυμα το τι νιώθεις και εμείς θα το λάβουμε και θα το ακούσουμε. Η Δήμητρα αμέσως μαλάκωσε την συμπεριφορά της και μου μετέφερε κλαίγοντας ότι πολλές φορές νιώθω ότι δεν ακούγεται, ότι δεν την ακούει κανείς.
Η μετατροπή αυτή της παθιασμένης θυμικής κατάστασης σε συναίσθημα που ακούγετε και μεταφέρεται στον άλλο βασίζεται σε ένα θεωρητικό παράδειγμα που δίνει γνωστός Ψυχαναλυτής, ο Rene Roussillon αναφερόμενος στην ικανότητα της μητέρας να εκπαιδεύει και να σταθμίζει τα συναισθήματα του βρέφους στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του. Η μητέρα με τη συμπεριφορά της, τις αντιδράσεις της αλλά και με τον τόνο της φωνής της καλείτε να μεταφέρει συναισθηματικά στο μωρό ότι δεν χρειάζεται να βάζει τον εαυτό του σε τόσο πάθος με τόσο έντονο κλάμα, αλλά ότι ένα απλό συναισθηματικό σήμα αρκεί για να κατανοήσει η μητέρα τις ανάγκες του.
Δημήτρης Τσερπέλης
Κλινικός Ψυχολόγος – Κλινική Λυράκου