Η επιστήμη λέει πως το DNA καθορίζει τα χαρακτηριστικά που μεταφέρονται από τους προγόνους στην επόμενη γενιά. Αν δεχτούμε αυτό το γεγονός τότε μήπως δεν είμαστε υπόλογοι για τις πράξεις μας οι οποίες είναι απλά κληρονομικά αναπόφευκτες; Και αν οι γονείς μας αποκλειστικά καθορίζουν αυτό που γινόμαστε πόσο κινδυνεύουμε να εξελιχτούμε τελικά σε μικρογραφία και προσομοίωσή τους;
Ερωτήματα σχετικά με τις ρίζες της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχουν απασχολήσει τους επιστήμονες εδώ και αιώνες και ακόμα ψάχνουμε απαντήσεις στο αν οι διάφορες μορφές συμπεριφοράς είναι αλάνθαστα γραμμένες στα γονίδιά μας σαν βιολογικά δεδομένα ή το περιβάλλον διαδραματίζει το βασικό ρόλο στη διαμόρφωση γνωρισμάτων όπως η ευφυΐα, η εγκληματικότητα και η σεξουαλικότητα;
Ο λαός λέει ότι το μήλο θα πέσει κάτω από τη μηλιά. Και σε πολλές περιπτώσεις αυτό είναι αλήθεια. Το βλέπουμε άλλωστε συχνά και στον εαυτό μας να του θυμίζουμε κάποιον από τους γονείς μας και πράξεις για τις οποίες λέγαμε ‘εγώ ποτέ’ να αποτελούν τώρα καθημερινή πραγματικότητα για μας. Μήπως λοιπόν οι γονείς μας είναι ένας καθρέφτης με θέα στο δικό μας μέλλον; Ή μήπως το μήλο μπορεί να πάει πολύ πιο μακριά από τη μηλιά και να εξελιχθεί σε κάτι τελείως διαφορετικό ή και περισσότερο από την αρχική μοίρα που ο νόμος της βαρύτητας του επιβάλλει;
Η απάντηση είναι ότι η επιστήμη έχει δείξει αναμφισβήτητα ότι συγκεκριμένα φυσικά και βιολογικά χαρακτηριστικά κληρονομούνται μέσω του γενετικού υλικού από τη μία γενιά στην επόμενη. Ωστόσο, δεν υπάρχει απόλυτη επιστημονική σύνδεση ανάμεσα στη συμπεριφορά γονέων και παιδιών και η ατομική προσωπικότητα αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα της περίπλοκης αλληλεπίδρασης του κληρονομικού αποθέματος με το περιβάλλον, με επίσης έντονες επιδράσεις από την ανατροφή, τις εμπειρίες και τις συνθήκες της ζωής. Ο Sir Francis Galton (1822-1911) ήταν ο πρώτος επιστήμονας που μελέτησε συστηματικά την κληρονομικότητα και την ανθρώπινη συμπεριφορά, επικεντρώνοντας τις έρευνές του σε συσχετισμούς συμπεριφοράς στα πλαίσια οικογενειών και ανέπτυξε τεχνικές έρευνας που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα τις μελέτες διδύμων. Η γενετική της ανθρώπινης συμπεριφοράς που αποτελεί σχετικά νέο κλάδο της βιολογίας προσπαθεί να κατανοήσει τη συμβολή τόσο του γενετικού υλικού όσο και του περιβάλλοντος στις διαφοροποιήσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και ο στόχος δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί για πολλούς λόγους, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι η δυσκολία να οριστεί πρωταρχικά η έννοια της συμπεριφοράς, η ανάγκη να μετρηθεί αυτή η παράμετρος με σχετική εγκυρότητα και αξιοπιστία, η ανάμειξη πολλαπλών γονιδίων στον καθορισμό της και η απαίτηση της μελέτης οικογενειών και πληθυσμών. Η έρευνα στην οποία επικεντρώνεται η γενετική της συμπεριφοράς έχει σαν εναρκτήρια βάση την υπόθεση πως η συμπεριφορά έχει τις ρίζες της στη βιολογία και το γενετικό υλικό. Ωστόσο, αναμφισβήτητα η βιολογία δεν ολοκληρώνει την ιστορία και προς απόδειξη αυτού έχουμε περιπτώσεις ομοζυγωτικών διδύμων από τα οποία το ένα πάσχει από σχιζοφρένεια, ενώ ο άλλος κλώνος μένει ανεπηρέαστος από την ασθένεια παρά το γεγονός πως μοιράζονται το ίδιο ακριβώς DNA.
Ο άνθρωπος δεν κληρονομεί τις αμαρτίες των προγόνων του και είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για τις πράξεις που απορρέουν από την προσωπικότητά του. Οι καθοριστές της συμπεριφοράς, το γενετικό υλικό και το περιβάλλον δεν αντικρούονται, αλλά συνεργάζονται για την επίτευξη της μοναδικότητας της ατομικής ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μπορούμε να το δούμε σαν ένα παιχνίδι με χαρτιά· τα γονίδια είναι σαν τα φύλλα που μοιράζονται στον καθένα μας και είναι πάντα τα ίδια. Αλλά η κάθε μοιρασιά είναι διαφορετική και ο συνδυασμός των χαρτιών-γονιδίων πάνω στα οποία το περιβάλλον θα ασκήσει την καταλυτική του επίδραση ανεπανάληπτος και μοναδικός.
Βιολόγος