new28_3369276a_m.jpg

Η ροή του νερού και των υγρών γενικά εξασκούσε πάντοτε πάνω μου μια ιδιαίτερα έντονη, υπνωτιστική θα έλεγα, έλξη. Θυμάμαι που καθόμουνα με τις ώρες και παρακολουθούσα με ένταση της προσοχής και άφατη περιέργεια τη ροή του νερού στ αυλάκια, είτε από το σωλήνα της ηλεκτρικής αντλίας που αντλούσε το νερό από το πηγάδι του κήπου μας. Που και που έριχνα στο υδάτινο ρεύμα μικρά κούτσουρα, κάποιο φυλλαράκι, είτε κομμάτια από άχυρο, και παρακολουθούσα την πορεία τους, έτσι όπως παρασύρονταν από το νερό προς τη χωμάτινη λεκάνη γύρω από τη ρίζα της αχλαδιάς, της πορτοκαλιάς, είτε της μπανανιάς στο μεγάλο μας κήπο!

Με ιδιαίτερη προσοχή παρακολουθούσα τη δίνη που σχηματίζονταν σε διάφορα σημεία των αυλακιών όπου υπήρχε κάποια λίμναση του υγρού στοιχείου, την επιτάχυνση της ροής στα στενά σημεία των αυλακιών, καθώς την επιβράδυνσή της στις λιμνούλες. Αλλά δεν περιοριζόμουνα μόνο σ αυτά. Κάτω αριστερά από το σπίτι μας, προς τη θάλασσα, σε απόσταση γύρω στα τριακόσια μέτρα, στη βραχώδη παραλία της Κερύνειας, υπήρχε ανάμεσα στα βράχια ένα υπόγειο αυλάκι, που σε μια απόσταση δέκα περίπου μέτρα από το μέτωπο του νερού με τα βράχια, επικοινωνούσε με μια σχεδόν κατακόρυφη τρύπα, με διάμετρο όχι μεγαλύτερη από μια μέτρια νεροκολοκύθα, με την ατμόσφαιρα.

Όταν υπήρχε φουσκοθαλασσιά, ακόμα και με μέτριο κυματισμό, το νερό από το κάθε κύμα προχωρούσε μέσα στο υπόγειο αυλάκι, και όταν έφτανε στο τέλος του, εκτινάσσονταν με ορμή, με απίστευτα μεγάλη ταχύτητα και βροντερό ήχο από την τρύπα, σχηματίζοντας ένα στιγμιαίο πίδακα που πολλές φορές έφτανε σε ύψος τέσσερα ως πέντε μέτρα και, αμέσως μετά, κατά την υποχώρηση του κύματος, η τρύπα εισροφούσε τον αέρα με ένα απόκοσμο ανατριχιαστικό και βροντερό σφύριγμα.

Πολλές φορές αποτολμούσα να ρίχνω μέσα στην τρύπα, την κατάλληλη στιγμή, ένα μάτσο από φύκια, και με περιέργεια ανέμενα το συγκλονιστικό αποτέλεσμα, με την εκτίναξή τους μαζί με τον πίδακα από θαλασσόνερο! Το θέαμα και το ακρόαμα, και γενικότερα το υδραυλικό αυτό φαινόμενο, ήταν για μένα συγκλονιστικό, και το παρακολουθούσα με ενδιαφέρον αλλά και περίσκεψη. Η αχαλίνωτη φαντασία μου σκαρφιζόταν παράξενες και αλλόκοτες «μηχανές» που θα παγίδευαν αυτή τη δύναμη και την ορμή των κυμάτων για την αποτελεσματική χρησιμοποίησή τους από τον άνθρωπο!.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου γνωριμία, σε ηλικία όχι μεγαλύτερη των εφτά χρόνων, με ένα από τους νερόμυλους ψηλά στην πλαγιά του βουνού, πάνω από το χωριό Καραβάς.
Το νερό από το κεφαλόβρυσο του χωριού, αμέσως μετά από την ανάβλυσή του από την πηγή, ακολουθούσε ένα σχεδόν οριζόντιο αυλάκι, που συνεχίζονταν σε πέτρινο υδραγωγείο, πάνω σ ένα παλιοκαιρισμένο, χορταριασμένο κτίσμα από τρεις στη συνέχεια καμάρες, και κατέληγε στο άνω μέρος ενός κατακόρυφου κυλινδροειδούς κτίσματος φρέατος, που αποτελούσε τη μια από τις γωνίες ενός τετράγωνου κτιρίου, του αλευρόμυλου, στην πλαγιά του βουνού. Το κάτω άκρο αυτού του κυλινδροειδούς φρέατος κατέληγε σε ένα ελεύθερο χώρο, με ένα ακροφύσιο, από το οποίο το νερό εκτοξεύονταν με μεγάλη ταχύτητα και έπληττε με δύναμη τα πτερύγια του «τροχού» του νερόμυλου, με αποτέλεσμα την περιστροφή του πάνω στον κατακόρυφο άξονά του, μέσα σ ένα πανδαιμόνιο από παφλάζοντα νερά και το τρίξιμο των περιστρεφόμενων εξαρτημάτων του αλεστικού μηχανισμού στο εσωτερικό του κτιρίου.

Μέσα υπήρχαν οι δυο μυλόπετρες, που περιστρέφονταν αργά και κονιορτοποιούσαν το στάρι, καθώς και δυο τεράστιοι ξύλινοι τροχοί που μετέδιδαν την κίνηση από τον άξονα του τροχού με τα πτερύγια (την υδατοτουρμπίνα), στις μυλόπετρες και στον ιμάντα τροφοδοσίας τους με τον καρπό. Όλη αυτή η αλληλουχία των τροχών, με τη γρήγορη ή την αργή τους κίνηση, που δούλευαν για την πραγμάτωση του τελικού σκοπού της αλευροποίησης του σταριού, εμένα με ενθουσίαζε και με γοήτευε αφάνταστα με τη σκέψη πως η κίνησή τους προέρχεται από τη δύναμη του νερού, που κατέβαινε με φόρα από την πηγή ως τη ρόδα με τα θαυματουργά πτερύγια. Κι ύστερα ήλθε το άλλο. Λίγο πιο κάτω από το μαγαζί του πατέρα μου, στο δρόμο που οδηγούσε προς τα δυτικά όρια της Κερύνειας, που αργότερα ονομάστηκε Οδός Ελλάδος, υπήρχε ένας τεράστιος, περιφραγμένος με υψηλό τοίχο χώρος, πάνω από τον οποίο πρόβαλλε μια πανύψηλη καμινάδα. Ήταν το ελαιουργείο του Παρονάκη.

Η είσοδος ήταν μια πολύ πλατιά, βαριά, ξύλινη, δίφυλλη πόρτα, με το πάνω μέρος της να πλαισιώνεται από μια μεγαλοπρεπή λιθόκτιστη αψίδα, που άνοιγε μόνο κάθε φορά που ένα κάρο ή ένα γαϊδούρι φορτωμένο με σακιά με ελαιόκαρπο, είτε δοχεία με λάδι, θα περνούσε προς τα μέσα είτε προς τα έξω από την πύλη. Για μένα, το τι γινόταν πίσω από αυτή την πόρτα ήταν ένα μυστήριο που απαιτούσε επείγουσα εξιχνίαση και διερεύνηση!. Έτσι, κάποτε, βρέθηκα, με τη συνοδεία ενός φίλου του πατέρα μου, να περιεργάζομαι τα μηχανήματα στο εσωτερικό του εργοστασίου.

Εκείνο που τράβηξε περισσότερο την προσοχή μου και με απασχόλησε περισσότερο από κάθε άλλο σε αυτή μου την περιοδεία, ήταν το υδραυλικό εκθλιπτικό πιεστήριο, που χρησίμευε για τη συμπίεση του ελαιοκάρπου, μετά από την κατάλληλη επεξεργασία, για την έκθλιψη του λαδιού. Αυτός ο μεταλλικός κύλινδρος που ανέβαινε αργά αργά και ανύψωνε την πλατφόρμα με τα στοιβαγμένα πανιά με τον αλεσμένο ελαιόκαρπο, έτσι ώστε αυτά να συμπιέζονται πάνω στη μεταλλική οροφή του πιεστηρίου και το λάδι να ξεφεύγει από τα πλάγια και να κατεβαίνει σε ποταμάκια προς τον αποχετευτικό σωλήνα, ήταν για μένα ένα θέαμα μοναδικό και άκρως ενδιαφέρον.

Βέβαια ρωτούσα συνέχεια ρωτούσα πώς δούλευε το μυστηριώδες αυτό μηχάνημα και πώς και πόθεν προέρχονταν η καταπληκτική αυτή δύναμη σύνθλιψης που εξασκούσε. Και εκεί, για πρώτη φορά, συνειδητοποίησα την έννοια της στατικής υδραυλικής πίεσης και τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρονται για τον σχεδόν απεριόριστο πολλαπλασιασμό της, με την εφαρμογή της αρχής του Pascal, ο οποίος και περιέγραψε θεωρητικά το υδραυλικό πιεστήριο από το έτος 1650! Αυτό το μεγάλο μου ενδιαφέρον για την υδραυλική με συνόδευε βέβαια και μετέπειτα, κατά την ενασχόλησή μου με το κατ’ εξοχήν υδραυλικό σύστημα του σώματος, το κυκλοφορικό σύστημα.

Η αδιάκοπη ροή του αίματος μέσα από την καρδιά και τα αγγεία, οι περίεργες αλλά πάντοτε σκόπιμες διακλαδώσεις, οι αγγειακές αντιστάσεις, η μεταβαλλόμενη χωρητικότητα πολλών και διαφόρων αγγείων, η αντλητική λειτουργία της καρδίας αλλά και πολλών άλλων αγγειακών περιοχών, η πίεση τροφοδότησης του αγγειακού συστήματος με αίμα, οι μεταβολές αυτής της πίεσης κατά μήκος του αγγειακού δικτύου, καθώς και ένα σωρό άλλες παράμετροι που έχουν σχέση με τη ρύθμιση της λειτουργίας αυτού του συστήματος αποτέλεσαν το αντικείμενο ενδιαφέροντος, μελέτης και διερεύνησης.

Ένα από τα κύρια θέματα που απασχολεί ιδιαίτερα τον σύγχρονο άνθρωπο, όσον αφορά το κυκλοφορικό του σύστημα, και κατ επέκταση την υγεία και τη ζωή του, είναι η πίεση υπό την οποία το αίμα φέρεται μέσα στις μεγάλες αρτηρίες του σώματος, και η οποία αποτελεί την κύρια δύναμη που το εξαναγκάζει να κυκλοφορείται και έτσι να πραγματοποιεί τις βασικές για τη ζωή λειτουργίες του.

Αυτή η πίεση χαρακτηρίζεται ως αρτηριακή πίεση ή απλά πίεση του αίματος. Αυτή η πίεση, όπως και χιλιάδες άλλες παράμετροι της φυσιολογικής λειτουργίας του σώματος, ρυθμίζεται αυτόματα, με παρεμβάσεις του νευρικού και του ενδοκρινικού συστήματος, έτσι ώστε, παρά τις τεράστιες μεταβολές πολλών άλλων παραμέτρων του συστήματος, αυτή να διατηρείται μέσα σε ορισμένα, μάλλον στενά, πλαίσια. Δυστυχώς όμως, σε πολλές περιπτώσεις, αυτή η ρύθμιση δεν είναι πλέον επιτυχής, με αποτέλεσμα η αρτηριακή πίεση να διατηρείται σε παθολογικά υψηλές τιμές, κατάσταση που χαρακτηρίζεται ως αρτηριακή υπέρταση, ή απλά ως υπέρταση.

Την αρτηριακή πίεση τη μετράμε συνήθως στη βραχιόνια αρτηρία, αν και μπορεί να μετράται και σε πολλές άλλες αρτηρίες του σώματος, και επικράτησε να την εκφράζουμε σε χιλιοστόμετρα στήλης υδραργύρου (mm Hg ), και τη διακρίνουμε σε μεγίστη ή συστολική πίεση και σε ελαχίστη ή διαστολική πίεση (μεγάλη και μικρή πίεση). Πράγματι, η πίεση μέσα στις αρτηρίες εμφανίζει σε κάθε συστολή και διαστολή της καρδίας, δηλαδή σε κάθε καρδιακό παλμό, δυο ακραίες τιμές. Αυτό γίνεται γιατί κατά τη συστολή της καρδίας εκπέμπεται με δύναμη αίμα προς τις αρτηρίες, και γι αυτό, σε εκείνο το χρονικό διάστημα, η πίεση μέσα στις αρτηρίες αυξάνεται και φτάνει σε ένα μέγιστο, λίγο πριν από το τέλος της συστολής.

Λίγο μετά από εκείνη τη στιγμή, αίμα δεν διοχετεύεται προς τις αρτηρίες, μέχρι την έναρξη της επόμενης συστολής. Γι αυτό, κατά το χρονικό αυτό διάστημα της ηρεμίας της καρδίας, η πίεση του αίματος μέσα στις αρτηρίες ελαττώνεται συνεχώς γιατί το αίμα εξακολουθεί να ρέει προς περιφερικότερα αγγεία, φτάνει δε σε μια ελάχιστη τιμή αμέσως πριν από τη έναρξη της επόμενης διοχέτευσης αίματος, με την καινούργια συστολή της καρδίας.

Οι φυσιολογικές τιμές της αρτηριακής πίεσης στη βραχιόνια αρτηρία, όταν το άτομο είναι σε θέση καθημένου, είτε είναι ξαπλωμένο, σε κατάσταση ηρεμίας, χωρίς να έχει προηγηθεί πριν από λίγα λεπτά έντονη μυϊκή δραστηριότητα, είναι, για μεν την ελαχίστη γύρω στα 80 mm Hg, για δε τη μεγίστη γύρω στα 120 mm Hg. Αυτά για τον άνδρα. Στη γυναίκα οι τιμές αυτές είναι μειωμένες κατά 10 mm Hg περίπου. Οι τιμές της αρτηριακής πίεσης αυξάνονται σε σημαντικό βαθμό κατά τη σωματική άσκηση, κατά τη σεξουαλική δραστηριότητα, σε περιπτώσεις ψυχολογικής έντασης και έντονης συναισθηματικής επιβάρυνσης, και λιγότερο κατά την επιτέλεση επίπονης διανοητικής εργασίας.

Η σταθερή διατήρηση των τιμών της αρτηριακής πίεσης σε υψηλότερα από τα φυσιολογικά επίπεδα χαρακτηρίζεται ως υπέρταση, και αποτελεί παθολογική κατάσταση που έχει πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις στην υγεία και τη ζωή του ασθενούς. Πράγματι, στην υπέρταση η καρδία εξαναγκάζεται να επιτελεί συνεχώς εντονότερο από το φυσιολογικό αντλητικό έργο, με συνέπεια την υπερτροφία της, η οποία τελικά καταλήγει σε υποδυναμία και σε καρδιακή ανεπάρκεια. Επιπρόσθετα, η συνεχής εξάσκηση στα τοιχώματα των αρτηριών μεγαλύτερης πίεσης από τη φυσιολογική συντελεί στην ανάπτυξη αρτηριοσκλήρυνσης, με σχηματισμό αθηρωματικών πλακών και προαγωγή της στένωσης των αρτηριών, και την παραγωγή θρόμβων, με συνέπεια τη στεφανιαία νόσο και εμφράγματα στην καρδία, στους νεφρούς, στον εγκέφαλο, καθώς και σε άλλα όργανα του σώματος, με όλα τα δυσάρεστα παθολογοανατομικά και λειτουργικά επακόλουθα.

Επίσης, η αυξημένη πίεση του αίματος, σε συνδυασμό με την εξασθένιση των τοιχωμάτων των αρτηριών, αποτελεί παράγοντα που ευνοεί τη ρήξη τους, με συνέπεια αιμορραγίες στον εγκέφαλο (αγγειο-εγκεφαλικό επεισόδιο), στα μάτια και αλλού, με επίσης ολέθρια επακόλουθα.

Από όλα αυτά προκύπτει ότι η αρτηριακή υπέρταση είναι μια παθολογική κατάσταση που πρέπει να ελέγχεται για την προφύλαξη από όλες αυτές τις δυσάρεστες επιπτώσεις. Και όταν μεν η υπέρταση προκαλείται από συγκεκριμένο γνωστό αίτιο, όπως, για παράδειγμα η στένωση νεφρικής αρτηρίας είτε το φαιοχρωμοκύτωμα, η ριζική θεραπεία είναι εφικτή με χειρουργική επέμβαση. Οι περιπτώσεις όμως αυτές είναι ελάχιστες, μόνο γύρω στα 5% όλων των περιπτώσεων της υπέρτασης. Η μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων της υπέρτασης ανήκει στην κατηγορία της ιδιοπαθούς υπέρτασης, πράγμα που σημαίνει ότι το αίτιο, και σε μεγάλο βαθμό και ο μηχανισμός αυτής της υπέρτασης, μας είναι άγνωστα, με συνέπεια την αδυναμία μας να επιτύχουμε ριζική θεραπεία. Παρά ταύτα, αυτή η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπίζεται με σχετική επιτυχία, με ορισμένα μέσα που έχουν σχέση με τον τρόπο ζωής και τη διατροφή μας, και σε περισσότερο επίμονες περιπτώσεις, και με διάφορα φάρμακα τα οποία λαμβάνονται εφ όρου ζωής.

Ιωάννης Χατζημηνάς

Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,

Ιατρική Σχολή