Μια πρόσφατη ανασκόπηση των διατροφικών μας συνηθειών ανίχνευσε πως η δυτικού τύπου διατροφή μας είναι πλούσια σε γλυκαντικές ουσίες και πως από το 1980 υπήρξε μια στροφή από τη χρήσης της ζάχαρης ως γλυκαντική ουσία στο γνωστό πλέον σιρόπι καλαμποκιού υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη. Πέρα από τις υποψίες της επιστημονικής κοινότητας για τον ρόλο της ζάχαρης και του εν λόγω σιροπιού στην επιδημία της παχυσαρκίας, οι φόβοι έχουν αρχίσει να επεκτείνονται και στην υγεία των οστών μας. Φυσικά ακόμα δεν έχει αποδειχτεί τίποτα, αλλά κάποιες πρώτες ενδείξεις είναι χαρακτηριστικές. Ας εξετάσουμε τα δεδομένα όμως από την αρχή.
Η ασθένεια της οστεοπόρωσης χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική πυκνότητα, από καταστροφή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού και από τα «αναίτια» οστεοπορωτικά κατάγματα. Παράγοντας κλειδί για την πρόληψη της ασθένειας αποτελεί η επίτευξη της μέγιστης οστικής πυκνότητας κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό είναι πως μετά την ηλικία των 30 ετών η ισορροπία μεταξύ των κυττάρων που οικοδομούν το οστό και αυτών που το αποδομούν «γέρνει» προς την πλευρά της αποικοδόμησης, με αποτέλεσμα την προοδευτική απώλεια της οστικής μάζας.
Τα διατροφικά προληπτικά μέτρα ενάντια στην οστεοπόρωση έγκεινται στο να εξουδετερωθούν οι παράγοντες εκείνοι που μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση της μέγιστης οστικής πυκνότητας κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Έχει δειχθεί πως οι έφηβοι, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα, καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος της προσλαμβανόμενης ενέργειας από την τροφή με τη μορφή γλυκαντικών ουσιών, κυρίως μέσα από την κατανάλωση των αναψυκτικών.
Η τάση αυτή ολοένα και μεγαλώνει με αποτέλεσμα οι θερμίδες που προέρχονται από την κατανάλωση του σιροπιού καλαμποκιού πλούσιου σε φρουκτόζη να έχουν αυξηθεί κατά 1000% μεταβαίνοντας από το 1970 στο 1990. Ιδιαίτερα η αυξημένη κατανάλωση αναψυκτικών από τους έφηβους φαίνεται να μειώνει την οστική τους πυκνότητα και να αυξάνει τον μελλοντικό κίνδυνο για οστεοπορωτικά κατάγματα. Τα έφηβα κορίτσια φάνηκαν πιο πολύ εκτεθειμένα σε αυτόν τον κίνδυνο ίσως επειδή δεν είχαν τόσο έντονη φυσική δραστηριότητα, μεγάλο μέγεθος οστών και πρόσληψη διατροφικού ασβεστίου όσο τα αγόρια. Πρέπει όμως να αναφερθεί πως οι εν λόγω μελέτες ήταν περιγραφικές και κατά συνέπεια μπορούσαν να εντοπίσουν μόνο συσχέτιση των 2 φαινομένων και όχι αιτιακή σχέση.
Οι θεωρίες που έχουν κατά καιρούς αναπτυχθεί για να εξηγήσουν την παρατηρηθείσα συσχέτιση περιγράφουν πως η μεγάλη κατανάλωση αναψυκτικών συνήθως συνοδεύεται με χαμηλή κατανάλωση γάλακτος. Άλλη μελέτη έχει συσχετίσει τα αναψυκτικά τύπου κόλα με τα κατάγματα καρπού και αντιβραχίου σε παιδιά άσχετα από την κατανάλωση γαλακτοκομικών. Άρα, ο προαναφερόμενος πιθανός μηχανισμός ίσως να μην εντελώς σωστός.
Βέβαια, στα αναψυκτικά υπάρχουν ουσίες οι οποίες έχουν προταθεί πως επηρεάζουν την υγεία των οστών. Κύριος εκπρόσωπος των ουσιών αυτών αποτελεί το φωσφορικό οξύ που περιέχουν, το οποίο σε περίσσεια έχει προταθεί πως δεσμεύει το ασβέστιο και εμποδίζει έτσι την απορρόφησή του. Υψηλά επίπεδά διαιτητικού φωσφόρου έχουν συσχετιστεί με διαταραγμένη ομοιόσταση ασβεστίου και υποασβεσταιμία σε παιδιά. Το pH (ένας δείκτης οξύτητας) των αναψυκτικών τύπου κόλα είναι περίπου 3, αφού το φωσφορικό οξύ χρησιμοποιείται ως μέσο οξύνισης. Η απάντηση του οργανισμού σε υψηλό διαιτητικό όξινο φορτίο είναι να χρησιμοποιήσει τις αποθήκες ασβεστίου από τα οστά του σαν ένα ρυθμιστικό εξισορροπητικό διάλυμα. Έτσι, μειώνεται μεν η οξύτητα αλλά υπάρχουν μεγάλες απώλειες ασβεστίου στα ούρα. Και σε αυτή τη θεωρία όμως υπάρχει μια ένσταση. Οι διάφορες μελέτες δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα σε αναψυκτικά που περιέχουν ως μέσο οξίνισης το φωσφορικό οξύ ή κάποια άλλη ουσία. Επίσης, το ποσό του φωσφόρου στην αμερικανική δίαιτα είναι πολύ μικρό για να έχει τόσο μεγάλη επίδραση στα οστά.
Μια άλλη ουσία στα αναψυκτικά που έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον είναι η καφεΐνη. Ο Tucker και οι συνάδελφοί του μελέτησαν γυναίκες και άνδρες που έλαβαν μέρος στην Framingham Osteoporosis Study. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους δε φάνηκε να εμπλέκουν την καφεΐνη στην κακή υγεία των οστών.
Υπάρχει όμως και μια άλλη κατηγορία συστατικών που περιέχεται στα αναψυκτικά και της οποίας ο ρόλος στην υγεία των οστών πρόσφατα άρχισε να αποκτά ερευνητικό ενδιαφέρον. Τα συστατικά αυτά δεν είναι άλλα από τις γλυκαντικές ουσίες. Αυτές χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τους μονοσακχαρίτες (γλυκόζη, φρουκτόζη, γαλακτόζη) και τους δισακχαρίτες (σουκρόζη ή ζάχαρη, λακτόζη και μαλτόζη). Παλαιότερα τα αναψυκτικά περιείχαν ζάχαρη η οποία προέρχονταν κυρίως από τα ζαχαρότευτλα και τα ζαχαροκάλαμα. Με την πρόοδο της τεχνολογίας η προέλευση της ζάχαρης των αναψυκτικών έγινε το καλαμπόκι. Έτσι, το σιρόπι καλαμποκιού υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη έγινε η κυρίαρχη θερμιδογόνος γλυκαντική ουσία των αναψυκτικών.
Υπάρχουν τρία κύρια είδη σιροπιού καλαμποκιού υψηλής περιεκτικότητας σε φρουκτόζη: το HFCS-42 (απαντάται κυρίως σε αθλητικά ποτά, σε γαλακτοκομικά προϊόντα και σε μερικά αρτοσκευάσματα), το HFCS-55 (το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο και φθηνότερα παραγόμενο σάκχαρο που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων της Αμερικής) και το HFCS-90. Ο αριθμός σε κάθε είδος δείχνει το ποσοστό της γλυκαντικής ουσίας σε φρουκτόζη. Αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον καθώς ο οργανισμός μεταβολίζει με διαφορετικό τρόπο τη γλυκόζη απ’ ότι τη φρουκτόζη. Ο διαφορετικός τρόπος μεταβολισμού και απορρόφησης των σακχάρων είναι που ίσως επηρεάζει την απορρόφηση των μετάλλων ή ιχνοστοιχείων (π.χ μαγνήσιο) και κατ’ επέκταση την υγεία των οστών.
Οι μελέτες που έχουν εξετάσει την επίδραση της ζάχαρης στην υγεία των οστών είναι πολύ λίγες. Τα επιστημονικά ευρήματα έχουν ανιχνεύσει χαμηλότερη οστική μάζα στις φτέρνες κοριτσιών που κατανάλωναν αναψυκτικά με θερμιδογόνες ή μη γλυκαντικές ουσίες. Μια πιθανή εξήγηση για αυτό είναι το γεγονός πως οι δίαιτες με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη έχουν ως μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης στο αίμα. Αυτά με τη σειρά τους αναστέλλουν την επαναρρόφηση του ασβεστίου από τα νεφρά με αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες ασβεστίου στα ούρα. Αυτό μακροπρόθεσμα ίσως οδηγεί σε απώλεια οστικής μάζας. Υπάρχει όμως και μια άλλη πιθανή εξήγηση. Συνήθως οι δίαιτες με μεγάλη περιεκτικότητα ζάχαρης έχουν και μεγάλη περιεκτικότητα κορεσμένων λιπαρών, τα οποία σχηματίζουν σύμπλοκα (τους λεγόμενους «σάπωνες») με τα μέταλλα στο έντερο και εμποδίζουν έτσι την απορρόφησή τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιούνται αυτά για τη δόμηση των οστών.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες τη χρήση της ζάχαρης έχει αντικαταστήσει το πολύ φθηνότερο στην παραγωγή του σιρόπι καλαμποκιού πλούσιο σε φρουκτόζη HFCS (για την ακρίβεια το HFCS-55). Το HFCS-42 αντιπροσωπεύει το 40% της ποσότητας του σιροπιού καλαμποκιού που χρησιμοποιείται στην παραγωγή τροφίμων. Η αυξημένη κατανάλωση τροφίμων που το περιέχουν έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη πρόσληψη γλυκόζης. Οριστικό συμπέρασμα για την επίδραση της αυξημένης γλυκόζης στην υγεία των οστών δεν έχει βγει ακόμα. Όμως η αυξημένη κατανάλωση προϊόντων (π.χ. αναψυκτικά) που περιέχουν το HFCS-55 έχει ως αποτέλεσμα την αυξημένη κατανάλωση φρουκτόζης και όχι γλυκόζης. Οι αντίστοιχες μελέτες που εξέτασαν την αυξημένη πρόσληψη φρουκτόζης στην υγεία των οστών ήταν λιγοστές και δε μπόρεσαν να εξάγουν κάποιο οριστικό συμπέρασμα.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε πως πλέον υπάρχουν ενδείξεις για ρόλο των αναψυκτικών στην υγεία των οστών μας εκτός από αυτές που ήδη υπήρχαν για την παιδική παχυσαρκία. Σίγουρα απαιτείται περισσότερη έρευνα πριν να εκδοθούν οριστικές διαιτητικές συστάσεις προς τον πληθυσμό καθώς υπάρχουν μεταβολικές διαφορές στην ανταπόκριση των οστών μεταξύ αντρών και γυναικών κάτι το οποίο θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό των ερευνών. Ύποπτα συστατικά (φωσφορικό οξύ, καφεΐνη, γλυκαντικές ουσίες) και θεωρίες για τρόπους δράσης αυτών υπάρχουν πολλές. Μένει μόνο να ερευνηθούν περαιτέρω ώστε να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Νοσοκομειακός Διαιτολόγος ΓΝΑ – Κοργιαλένειο Μπενάκειο