Η καρδιακή νόσος αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου στο γενικό πληθυσμό, τα δε αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια την τρίτη στη σειρά αιτία θανάτου.
Η έννοια της αρτηριακής πίεσης και ιδιαίτερα της αρτηριακής υπέρτασης, αλλά και οι ολέθριες επιπτώσεις της υπερτασικής κατάστασης στην υγεία, την ποιότητα και τη διάρκεια της ζωής μας αναπτύσσονται στο άρθρο ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ (Μέρος 1). Πράγματι, η πέρα από το φυσιολογικό αυξημένη αρτηριακή πίεση, δηλαδή συστολική πίεση πάνω από 140 mmHg και διαστολική πίεση πάνω από 90 mmHg αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα κινδύνου για τις καρδιοπάθειες και τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, καθώς και μια από τις κυριότερες αιτίες για την πρόκληση νεφρικής ανεπάρκειας.
Η καρδιακή νόσος αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου στο γενικό πληθυσμό, τα δε αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια την τρίτη στη σειρά αιτία θανάτου. Εξάλλου, οι καταστάσεις αυτές έχουν και βαρύτατες επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής, πολλές φορές για αρκετά μακρά χρονική περίοδο από την εγκατάστασή τους μέχρι που να προκαλέσουν τον θάνατο, γιατί πάντοτε προκαλούν ένα μικρό είτε και μεγαλύτερο βαθμό αναπηρίας στον ασθενή. Σκεφθείτε μόνο τον τρόπο ζωής που πρέπει να ακολουθεί αυτός που έχει ήδη υποστεί ένα είτε και περισσότερα επεισόδια καρδιακής προσβολής και είναι υποχρεωμένος να προσέχει το κάθε του βήμα και να περιορίζει όλες του τις δραστηριότητες, έχοντας υπόψη του συνεχώς ότι πάνω από το κεφάλι του επικρέμαται από μια κλωστή η δαμόκλειος σπάθη μιας επόμενης καρδιακής προσβολής! Επίσης, τι θα λέγαμε για τον τρόπο και την ποιότητα ζωής του θύματος ενός αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου με τη μικρή είτε και τη μεγαλύτερη υπολειπόμενη παράλυση, την αφασία ή και πολλές νευρολογικές διαταραχές; Ή για τη ζωή του ασθενούς με νεφρική ανεπάρκεια εξαιτίας της αρτηριακής του υπέρτασης;
Γι αυτούς τους λόγους επιβάλλεται η με κάθε δυνατό τρόπο αντιμετώπιση του θέματος, τόσο όσον αφορά το κοινωνικό σύνολο, όσο και αναφορικά με τον καθένα ξεχωριστά, προς την κατεύθυνση του περιορισμού των τιμών της αρτηριακής πίεσης σε όσο το δυνατό πλησιέστερα προς τα φυσιολογικά επίπεδα.
Η αρτηριακή υπέρταση μπορεί βέβαια να προκαλείται από συγκεκριμένη διαταραχή της λειτουργίας ορισμένων οργάνων του σώματος, όπως, για παράδειγμα, είναι η υπερλειτουργία ορισμένης μοίρας του φλοιού των επινεφριδίων εξαιτίας ανάπτυξης νεοπλασματικού όγκου, είτε η διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας εξαιτίας στένωσης της νεφρικής αρτηρίας, και άλλα. Στις περιπτώσεις αυτές, που όμως αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό όλων των περιπτώσεων αρτηριακής υπέρτασης, η θεραπεία είναι δυνατή με την αντιμετώπιση της νόσου που προκαλεί την υπέρταση. Ο κύριος όμως όγκος των περιπτώσεων αρτηριακής υπέρτασης κατατάσσεται στην κατηγορία της ιδιοπαθούς υπέρτασης, η αιτιολογία της οποίας παραμένει σκοτεινή και αδιευκρίνιστη.
Είμαστε αυτοί που είμαστε!
Την τάση για την ανάπτυξη της ιδιοπαθούς υπέρτασης τη φέρουμε μαζί μας, από τους μακρινούς ως και τους πιο κοντινούς μας προγόνους, ενσωματωμένη στα γονίδιά μας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με χιλιάδες άλλα χαρακτηριστικά του σώματος, του μυαλού και της ψυχοσύνθεσής μας, και δεν υπάρχουν, επί του παρόντος, τρόποι είτε μηχανισμοί με τους οποίους να μπορούμε να αλλάξουμε το παραμικρό. Είμαστε αυτοί που είμαστε, ο καθένας για τον εαυτό του, και αυτό είναι δεδομένο και απαραβίαστο και φυσικό!
Αυτή όμως η τάση για την ανάπτυξη της αρτηριακής υπέρτασης δεν είναι απαραίτητο να καταλήγει στη νόσο, εφόσον δεν συντρέχουν και ένα σωρό άλλες προϋποθέσεις, που είναι επίσης καταγραμμένες και ταξινομημένες στις αλληλουχίες του DNA του πυρήνα και των μιτοχονδρίων των κυττάρων μας.
Για παράδειγμα, μπορεί μεν να υπάρχει η τάση για την εμφάνιση της υπέρτασης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το σωματικό μας βάρος θα είναι μεγαλύτερο από το φυσιολογικό. Βέβαια είναι σε όλους γνωστό ότι από μόνη της η παχυσαρκία δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αρτηριακή υπέρταση. Σε πολλές όμως περιπτώσεις που υφίσταται η κατάλληλη κληρονομική επιβάρυνση, η παχυσαρκία αποτελεί το έναυσμα για την εμφάνιση της υπέρτασης. Σε ένα τέτοιο παχύσαρκο άτομο με υπέρταση, αυτή η εκτροπή της αρτηριακής πίεσης προς τα άνω μπορεί να ανακόπτεται και να αναστρέφεται εφόσον το σωματικό βάρος αποκατασταθεί σε φυσιολογικά επίπεδα.
Άλλο παράδειγμα. Σε ένα φυσιολογικό άτομο, χωρίς κληρονομική επιβάρυνση για αρτηριακή υπέρταση, η πρόσληψη με την τροφή του λίγου μόνο παραπανίσιου χλωριούχου νατρίου (κοινό αλάτι) δεν πρόκειται βέβαια να του προκαλέσει υπέρταση. Εάν όμως υπάρχει το ιδιαίτερο κληρονομικό επιβαρυντικό υπόστρωμα, τότε και το μισό ακόμα παραπανίσιο γραμμάριο άλατος ανά 24ωρο θα προκαλέσει την υπέρταση, η οποία θα υποχωρήσει εάν το αλάτι της τροφής περιοριστεί σε χαμηλότερα επίπεδα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, παρά το γεγονός ότι η ιδιοπαθής αρτηριακή υπέρταση δεν έχει γνωστά αίτια, μπορεί αυτή να επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες που μπορούμε, με τον κατάλληλο σχεδιασμό και τη βούλησή μας να ελέγχουμε είτε ακόμα και να αποκαταστήσουμε εντελώς στο φυσιολογικό την αρτηριακή μας πίεση. Πολλοί από αυτούς τους παράγοντες έχουν σχέση με τη διατροφή και με αυτούς θα ασχοληθούμε, κατά κύριο λόγο, σ αυτό το άρθρο.
Και πρώτα το συνολικό ποσό των θερμίδων που προσλαμβάνονται ανά 24ωρο, το οποίο βέβαια έχει τον άμεσο αντίκτυπό του και στο σωματικό βάρος, έχει σημαντική σχέση με την αρτηριακή πίεση, και βέβαια με την τυχόν υπάρχουσα υπέρταση. Ο περιορισμός των θερμίδων του 24ώρου αποτελεί τον μοναδικό σίγουρο τρόπο για την ελάττωση του σωματικού βάρους, και στις περισσότερες περιπτώσεις παχύσαρκων υπερτασικών, αυτή η ελάττωση ακολουθείται κατά πόδας και από την αποκατάσταση της αρτηριακής πίεσης στο φυσιολογικό, είτε τουλάχιστο σε χαμηλότερα από τα προηγούμενα υψηλά επίπεδα.
Το ποσό του αλατιού που προσλαμβάνουμε καθημερινά έχει πολύ μεγάλη σημασία για ορισμένες μορφές αρτηριακής υπέρτασης. Πράγματι, υπάρχουν περιπτώσεις που με μόνο τον περιορισμό του χλωριούχου νατρίου της τροφής η αρτηριακή πίεση αποκαθίσταται στο φυσιολογικό. Αξίζει λοιπόν τον κόπο ο υπερτασικός ασθενής να δοκιμάζει αυτή τη μέθοδο γιατί, αν διαπιστώσει ότι η υπέρτασή του ανήκει σ αυτή την κατηγορία, η αντιμετώπισή της στη συνέχεια θα είναι μάλλον εύκολη, ανέξοδη και χωρίς φάρμακα!
Το ισοζύγιο του άλατος
Στο σύνηθες διαιτολόγιό μας το περιεχόμενο χλωριούχο νάτριο είναι πράγματι υπερβολικό. Ο οργανισμός μας ποτέ δεν έχει ανάγκη τα 15 περίπου γραμμάρια αλάτι που συνήθως τον φορτώνουμε κάθε μέρα. Πράγματι, το ισοζύγιο του αλατιού του σώματος μπορεί θαυμάσια να διατηρείται ακόμα και με πρόσληψη μικρότερη από ένα γραμμάριο ημερησίως. Βέβαια το πολύ αλάτι συνήθως νοστιμεύει την τροφή, αλλά παράλληλα επιβαρύνει υπέρμετρα τους νεφρούς που θα πρέπει να το αποβάλουν με ρυθμό ανάλογο με την πρόσληψή του. Αυτό, σε ένα απόλυτα φυσιολογικό άτομο δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα. Εάν όμως υφίσταται πρόβλημα απέκκρισης του νατρίου, τότε μόνιμα το ποσό του άλατος που περιέχεται στο σώμα διατηρείται σε υψηλότερο του φυσιολογικού επίπεδο, με αποτέλεσμα τη διόγκωση ολόκληρου του ποσού των υγρών του σώματος. Το γεγονός αυτό, όταν υπάρχει και η ειδική γονιδιακή επιβάρυνση, καταλήγει σε αρτηριακή υπέρταση.
Ένα άλλο στοιχείο της διατροφής που έχει τεράστια σημασία για την αρτηριακή υπέρταση, και όχι βέβαια μόνο γι αυτή, είναι και το οινόπνευμα. Εδώ όμως τα πράγματα είναι ολίγον τι περίεργα. Πράγματι, από επιδημιολογικές μελέτες σε μεγάλη έκταση, προκύπτει ότι η αρτηριακή πίεση σε άτομα που δεν λαμβάνουν καθόλου οινόπνευμα είναι λίγο υψηλότερη από εκείνη των ατόμων που πίνουν ένα ως δυο «δόσεις» οινοπνευματωδών ποτών ανά 24ωρο. Η πρόσληψη όμως μεγαλύτερου ποσού οινοπνεύματος, και περισσότερο απ όλα, η συστηματική κατάχρηση του οινοπνεύματος, είναι βέβαιο ότι συσχετίζεται με αρτηριακή υπέρταση και όλα τα συνακόλουθα.
Και τώρα αναφορικά με τις κύριες θρεπτικές ουσίες που λαμβάνονται με την τροφή: Από πολλά πειράματα, τόσο στον άνθρωπο όσο και σε πειραματόζωα , προκύπτει ότι από τους υδατάνθρακες η ζάχαρη έχει αυξητική επίδραση στην αρτηριακή πίεση, ενώ το άμυλο τη μειώνει. Αυξητική επίδραση εξασκεί επίσης και η απλή γλυκόζη. Φαίνεται ότι αυτό έχει σχέση με την κινητοποίηση ορισμένων ορμονών που προκαλείται από την ταχεία αύξηση της γλυκόζης του αίματος μετά από την πρόσληψη ζάχαρης (καλαμοσάκχαρο) είτε γλυκόζης. Αντίθετα, η γλυκόζη του αίματος αυξάνεται με πολύ βραδύτερο ρυθμό στην περίπτωση που προσλαμβάνεται άμυλο, γιατί αυτό για να απελευθερώσει τελικά γλυκόζη που θα απορροφηθεί προς το αίμα από το έντερο θα πρέπει προηγουμένως να υποστεί πέψη μέσα στον αυλό του εντέρου.
Η πρόσληψη με την τροφή φυτικών ινών αδιάλυτων είτε και διαλυτών – έχει σχέση με το επίπεδο της αρτηριακής πίεσης και συγκεκριμένα, η πρόσληψη αυτών των ινών σε σημαντικές ποσότητες περιορίζει το επίπεδο της αρτηριακής πίεσης. Αυτό φαίνεται ότι έχει σχέση με την κατακράτηση μέσα στον αυλό του εντέρου και την αποβολή τους με τα κόπρανα, διαφόρων συστατικών της τροφής και της χολής, με τελικό αποτέλεσμα τον περιορισμό της απορρόφησής τους προς το αίμα. Ένα από τα συστατικά που περιορίζεται η απορρόφησή τους όταν στον αυλό του εντέρου υπάρχουν άφθονες φυτικές ίνες είναι και το αλάτι, δηλαδή όταν χρησιμοποιούμε για τη διατροφή μας άφθονα χορταρικά και φρούτα, το αλάτι που τελικά απορροφάται από το έντερο προς το αίμα είναι λιγότερο.
Η έμμεση επίδραση του λίπους της τροφής
. Όσον αφορά το λίπος της τροφής, το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, γιατί τα διάφορα και ποικίλα λιπαρά οξέα που προσλαμβάνονται με τα λίπη εξασκούν πολλαπλές επιδράσεις σε διάφορα ενδοκρινικά και χημικά συστήματα του σώματος, με συνέπεια την επίδραση και στην αρτηριακή πίεση με πολλαπλούς και πολύπλοκους μηχανισμούς. Φαίνεται ότι το ποσό των θερμίδων προσλαμβάνονται με τη μορφή του λίπους δεν έχει άμεση επίδραση στην αρτηριακή πίεση, έχει όμως έμμεσες επιδράσεις. Γι αυτό, φρόνιμο είναι να περιορίζεται το ποσό του προσλαμβανομένου λίπους γενικά σε ποσοστό κάτω του 25% του ολικού ποσού των θερμίδων που προσλαμβάνονται με την τροφή.
Σαφής όμως πτωτική επίδραση στην αρτηριακή πίεση εξασκείται από τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα που περιέχονται και στο ελαιόλαδο, αλλά και ακόμα μεγαλύτερη πτωτική επίδραση παρατηρείται μετά από πρόσληψη των ωμέγα3 λιπαρών οξέων που περιέχονται στα ψαρέλαια. Το συμπέρασμα είναι ότι τα ψάρια , ως διατροφικό είδος, δεν πρέπει ποτέ να παραμελείται από τους υπερτασικούς ασθενείς.
Το είδος και το ποσό των πρωτεϊνών της τροφής δεν φαίνεται να έχουν σαφείς επιδράσεις στην αρτηριακή πίεση. Μολαταύτα, ο υπερτασικός, καλό είναι, για πολλούς λόγους, να αποφεύγει την κατάχρηση πρωτεϊνών, και μάλιστα των πρωτεϊνών ζωικής προέλευσης, στη διατροφή του. Τα
Όσον αφορά την πολυσυζητημένη επίδραση του καφέ (και γενικά της καφεϊνης) στην αρτηριακή πίεση, παρατηρείται ότι η χρόνια κατανάλωση του καφέ δεν αποδεικνύεται ότι προκαλεί σταθερή αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Εντούτοις, μετά από την κάθε πρόσληψη καφέ (είτε καφεΐνης), σε σημαντική ποσότητα, παρατηρείται μια πρόσκαιρη αύξηση της αρτηριακής πίεσης, η οποία όμως επανέρχεται στα προηγούμενά της επίπεδα βαθμιαία, μέσα σε δυο περίπου ώρες.
Αυτά είναι με λίγα απλά λόγια τα συνιστώμενα όσον αφορά τη διατροφή για τον υπερτασικό ασθενή, και πολύ περισσότερο για τον υποψήφιο υπερτασικό, δηλαδή για το άτομο που έχει κάποια κληρονομική επιβάρυνση για ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση. Εάν με μόνη την κατάλληλη τροποποίηση της διατροφής η αρτηριακή πίεση εξακολουθεί να διατηρείται σε απειλητικά υψηλά επίπεδα, αυτό που απομένει είναι η προσφυγή στην κατάλληλη φαρμακευτική θεραπεία. Με αυτό τον τρόπο η αρτηριακή πίεση περιορίζεται σε ένα σημαντικό ποσοστό περιπτώσεων, σε φυσιολογικά είτε τουλάχιστο σε χαμηλότερα παθολογικά επίπεδα.
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,
Ιατρική Σχολή