Το AIDS είναι μια συλλογή από συμπτώματα και λοιμώξεις τα οποία προκαλούνται από την συγκεκριμένη ζημιά του αμυντικού συστήματος που προκαλείται από τον ιό HIV. Στο τελικό στάδιο της ασθένειας τα άτομα που έχουν προσβληθεί από τον ιό είναι ευαίσθητα σε καιροσκοπικές λοιμώξεις και όγκους.
Αν και οι θεραπείες για το AIDS και HIV υπάρχουν για να επιβραδύνουν την προχώρηση του ιού, η θεραπεία μέχρι τώρα παραμένει άγνωστη. Ο HIV μεταδίδεται μέσω άμεσης επαφής μίας βλεννώδης μεμβράνης ή της ροής του αίματος με ένα σωματικό υγρό το οποίο έχει προσβληθεί από τον HIV, όπως είναι το αίμα, το σπέρμα , το κολπικό υγρό, το μητρικό γάλα και αυτή η μετάδοση μπορεί να παρουσιαστεί με τη μορφή πρωκτικού, κολπικού ή το στοματικού σεξ, με τη μετάγγιση αίματος που μολύνεται από υποδερμικές βελόνες, ανταλλαγή μεταξύ της μητέρας και του μωρού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, της γέννας, του θηλασμού ή άλλη έκθεση με ένα από τα παραπάνω σωματικά υγρά.
Το AIDS πλέον αποτελεί πανδημία. Το 2007, περίπου 33.2 εκατομμύρια ανθρώπων ζούσαν με την ασθένεια παγκοσμίως μεταξύ των οποίων και παιδιά. Η θεραπεία με Αντιρετροιούς ελαττώνει όχι μόνο την θνησιμότητα αλλά και την νοσηρότητα της λοίμωξης από τον HIV.
Το στίγμα HIV/AIDS είναι ποιό σοβαρό από ορισμένες άλλες καταστάσεις που είναι απειλητικές για την ζωή του ατόμου και επεκτείνεται αργότερα στην ασθένεια στους πάσχοντες ακόμα και στους εθελοντές που εμπλέκονται με την φροντίδα των ατόμων που ζουν με τον ιό.
Τα στάδια του ιού και της ασθένειας σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας
Οι περισσότερες από αυτές τις περιστάσεις είναι καιροσκοπικές λοιμώξεις οι οποίες είναι εύκολα θεραπεύσιμες σε υγιή άτομα.
– I Στάδιο: λοίμωξη από τον HIV είναι χωρίς συμπτώματα και δεν κατηγοριοποιείται σαν AIDS.
– II Στάδιο: περιλαμβάνει ασήμαντες εκδηλώσεις στο δέρμα και στη βλεννώδη μεμβράνη και επανερχόμενες λοιμώξεις στο ανώτερο αναπνευστικό μέρος.
– III Στάδιο: περιλαμβάνει ανεξήγητη χρόνια διάρροια για περισσότερο από 1 μήνα, σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις και πνευμονική φυματίωση.
– IV Στάδιο: περιλαμβάνει τοξοπλάσμωση του εγκεφάλου, candidiasis (λοίμωξη που προκαλείται από έναν προζυμοειδή μύκητα) του οισοφάγου, της τραχείας, των βρόγχων ή των πνευμόνων και Kaposi’s σάρκωμα. Αυτές οι ασθένειες είναι δείκτες του AIDS.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα του AIDS είναι αρχικά το αποτέλεσμα των καταστάσεων που δεν αναπτύσσονται σε άτομα με υγιή αμυντικό σύστημα. Οι περισσότερες από αυτές τις καταστάσεις είναι λοιμώξεις οι οποίες προκαλούνται από βακτήρια, ιούς, μύκητες και παράσιτα τα οποία κανονικά ελέγχονται από τα στοιχεία του αμυντικού συστήματος που ο HIV καταστρέφει. Καιροσκοπικές λοιμώξεις είναι συχνές στα άτομα με AIDS. Ο HIV προσβάλλει σχεδόν κάθε οργανικό σύστημα. Τα άτομα με AIDS έχουν αυξημένο ρίσκο να αναπτύξουν διάφορες μορφές καρκίνου, Kaposi’s σάρκωμα, αυχενικό καρκίνο και καρκίνους του αμυντικού συστήματος γνωστοί ως λυμφώματα.
Άτομα με AIDS συχνά έχουν συστηματικά συμπτώματα της λοίμωξης όπως πυρετό, ιδρώτα (ιδιαίτερα τη νύχτα), πρησμένους αδένες, κρυάδες, αδυναμία, και χάσιμο σωματικού βάρους. Αφού έχει γίνει η διάγνωση του AIDS, μέχρι στιγμής υπολογίζεται ότι ο μέσος όρος επιβίωσης με θεραπεία από αντιρετροιούς είναι περισσότερο από 5 χρόνια, αλλά επειδή νέες θεραπείες συνεχίζουν να αναπτύσσονται και επειδή ο HIV συνεχίζει να αναπτύσσει την αντοχή του στις θεραπείες, υπολογίζεται ότι ο χρόνος επιβίωσης είναι πολύ πιθανόν να συνεχίζει να αλλάζει. Χωρίς θεραπεία με αντιρετροιούς, ο θάνατος συνήθως επέρχεται μέσα σε 1 χρόνο. Οι περισσότεροι ασθενείς αποβιώνουν από καιροσκοπικές λοιμώξεις ή μοχθηρίες οι οποίες συνδέονται με βαθμιαία βλάβη του αμυντικού συστήματος.
Πνευμονικές λοιμώξεις
Η πνευμονοκυστική πνευμονία (προκαλείται από έναν προζυμοειδή μύκητα, τον πνευμονοκυστικό jirovecii) είναι σχετικά σπάνια σε υγιή και με δυνατό ανοσοποιητικό σύστημα άτομα, αλλά συνηθισμένη σε HIV-μολυσμένα άτομα. Πριν την άφιξη της αποτελεσματικής διάγνωσης, θεραπείας και προφύλαξης στις Δυτικές χώρες, ήταν μία συνηθισμένη και άμεση αιτία θανάτου.
Η Φυματίωση είναι μοναδική ανάμεσα σε λοιμώξεις οι οποίες συνδέονται με τον HIV επειδή είναι διαβιβάσιμος άτομα με ενεργό αμυντικό σύστημα μέσω του αναπνευστικού συστήματος και είναι εύκολα θεραπεύσιμη αφού βέβαια αναγνωριστεί. Μπορεί να επέλθει στο πρώτο στάδιο του HIV, αλλά είναι αποτρέψιμη με φαρμακευτική θεραπεία. Ωστόσο, η πολυφαρμακευτική αντοχή είναι ένα πιθανό σοβαρό πρόβλημα. Αν και η επίπτωση της έχει παρακμάσει λόγω της άμεσης θεραπείας και άλλων βελτιωμένων εφαρμογών στις Δυτικές χώρες, αυτή η περίπτωση δεν ισχύει στις υπανάπτυκτες χώρες όπου ο HIV είναι ποιό επικρατέστερος. Στο πρώτο στάδιο της λοίμωξη του HIV, η φυματίωση χαρακτηριστικά εμφανίζεται σαν μια πνευμονική ασθένεια. Σε ποιό προχωρημένη λοίμωξη του HIV, η φυματίωση συχνά παρουσιάζεται παράτυπα σαν μία επιπλέον πνευμονική ασθένεια που αποτελεί ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό. Τα συμπτώματα είναι συχνά σωματικά και δεν εντοπίζονται σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Συχνά προσβάλλουν τα οστά, τα κόκαλα, τα ουρητικά και γαστρεντερικά μέρη, το συκώτι, τους περιφερειακούς λεμφαδένες και του κεντρικού νευρικού συστήματος.
Γαστρεντερικές λοιμώξεις
Η οισοφαγίτιδα είναι μία φλεγμονή στην εσωτερική επιφάνεια του χαμηλότερου άκρου του οισοφάγου. Στα άτομα με HIV, αυτό είναι συχνά λόγω μυκητιακών λοιμώξεων ή λοιμώξεων από ιούς. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να οφείλονται σε βακτήρια.
Ανεξήγητη χρόνια διάρροια της λοίμωξης του HIV μπορεί να οφείλεται σε πολλές πιθανές αιτίες, περιλαμβάνει συνηθισμένα βακτήρια (Σαλμονέλα, Shigella, Listeria, Campylobacter, ή Ε-coli) και παρασιτικές λοιμώξεις; και ασυνήθιστες καιροσκοπικές λοιμώξεις όπως είναι η cryptosporidiosis, microsporidiosis, Mycobacterium avium complex (MAC) και η κολίτιδα cytomegalovirus (CMV). Σε μερικές περιπτώσεις, η διάρροια μπορεί να είναι μία παρενέργεια ορισμένων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του HIV ή απλά μπορεί να συνοδεύει την λοίμωξη του HIV, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου της λοίμωξη του ιού. Μπορεί επίσης να αποτελεί παρενέργεια των αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των βακτηρίων που προκαλούν διάρροια. Στα μετέπειτα στάδια της λοίμωξης του ιού, η διάρροια θεωρείται ότι είναι μία αντανάκλαση των μεταβολών στα έντερα με την απορρόφηση των θρεπτικών τροφών, και ίσως να αποτελεί ένα σπουδαίο μέρος των φθορών που σχετίζονται με τον HIV.
Νευρολογικές αρρώστιες
Η Τοξοπλάσμωση είναι μια ασθένεια η οποία προκαλείτε από το μονοκύτταρο παράσιτο το οποίο ονομάζεται τοξόπλασμαgondii; Συνήθως μολύνει τον εγκέφαλο με το να του προκαλεί τοξοπλασμική εγκεφαλίτιδα, καθώς επίσης μπορεί να μολύνει και να προκαλέσει ασθένεια στα μάτια και στους πνεύμονες.
Η βαθμιαία πολυκεντρική λευκοεγκεφαλοπάθεια είναι μία demyelinating ασθένεια κατά την οποία η βαθμιαία καταστροφή των περιβλημάτων των αξόνων των νευρικών κυττάρων χειροτερεύει την μετάδοση των νευρικών παρορμήσεων. Οφείλεται σε έναν ιό ο οποίος ονομάζεται JC ιός και επέρχεται στο 70% του πληθυσμού στην κρυμμένη μορφή του, προξενεί ασθένεια μόνο όταν το αμυντικό σύστημα έχει αυστηρώς εξασθενίσει, όπως και στην περίπτωση με τους ασθενείς του AIDS. Έχει ραγδαία εξέλιξη και συχνά προκαλεί θάνατο μέσα σε μήνες από τη διάγνωση.
Το σύμπλεγμα διανοητικής καθυστέρησης του AIDS είναι μία μεταβολική εγκεφαλοπάθεια η οποία επηρεάζεται από τη λοίμωξη του HIV και προμηθεύεται από την αμυντική δραστηριοποίηση των HIV μολυσμένων μακροφάγων του εγκεφάλου και microglia (κύτταρο του κεντρικού νευρικού συστήματος) η οποία εκκρίνει νευροτοξίνες που ήδη υπάρχουν αλλά και που προκαλούνται από τον ιό. Συγκεκριμένα νευρολογικές βλάβες δηλώνονται από αντιληπτές συμπεριφοριστικές και κινητικές ανωμαλίες οι οποίες επέρχονται μετά από χρόνια λοίμωξη του ιού HIV και συνδέεται με χαμηλά όρια στα CD4+ T κύτταρα και υψηλά πρωτοπλασματικά φορτία.
Cryptococcal μηνιγγίτιδα είναι μία λοίμωξη της η μεμβράνης που καλύπτει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό από τον μύκητα κρυπτόκοκκο neoformans. Μπορεί να προκαλέσει πυρετό, πονοκέφαλο, κούραση, ναυτία, και εμετό. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν επίσης παρατηρηθεί καταλήψεις και ανακατωσούρες. Αν αφεθεί αθεράπευτη, μπορεί να προκληθεί θάνατος.
Όγκοι και μοχθηρίες
Τα άτομα που έχουν προσβληθεί από τον HIV έχουν σημαντικά υψηλές επιπτώσεις σε μερικούς επικίνδυνους καρκίνους. Αυτό είναι αρχικά λόγω της προ- λοίμωξης με ένα ογκογενή DNA ιό, ιδιαίτερα ο Epstein-Barr ιός, o Kaposi’s sarcoma συνδέεται με ιό έρπη και τον ιό human papilloma.
O Kaposi’s sarcoma είναι ο ποιό κοινός όγκος που μπορεί να παρουσιαστεί στα άτομα που έχουν προσβληθεί με τον HIV. Προκαλείται από έναν γ- έρπη ιό, τον Kaposi’s sarcoma-associated ο οποίος συνδέετε έρπη ιό, συχνά εμφανίζεται σαν πορφυροειδής μικροί κόμβοι στο δέρμα, καθώς επίσης στο στόμα, στο γαστρεντερικό σύστημα και στους πνεύμονες.
Ένα υψηλόβαθμο Β κύτταρο λέμφωμα όπως το λέμφωμα Burkitt’s, το λέμφωμα Burkitt’s, διαδίδει ένα μεγάλο B-κύτταρο λέμφωμα, και αρχικό κεντρικό νευρικό σύστημα λέμφωμα το οποίο παρουσιάζεται ποιό συχνά σε άτομα με HIV. Αυτοί οι συγκεκριμένοι καρκίνοι συχνά προμηνύουν μία πτωχή πρόγνωση. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά τα λεμφώματα προσδιορίζονται από το AIDS. Καθώς και ο ιός προκαλεί αρκετά από αυτά τα λεμφώματα.
Ο αυχενικός καρκίνος στις γυναίκες με HIV θεωρείται ότι προσδιορίζετε από το AIDS. Και προκαλείται από τον ιό human papilloma.
Σε αντίθεση με τους AIDS καθορισμένους όγκους που αναφέρθηκαν προηγουμένως, τα άτομα με HIV έχουν αυξημένο ρίσκο ορισμένων άλλων όγκων, όπως στην ασθένεια Hodgkin’s, την πρωκτική ασθένεια και στα πρωκτικά καρκινώματα. Ωστόσο, οι επιπτώσεις πολλών συνηθισμένων όγκων, όπως ο καρκίνος του μαστού ή του μεγάλου εντέρου, δεν αναπτύσσονται στα άτομα με HIV μόλυνση.
Άλλες καιροσκοπικές λοιμώξεις
Οι ασθενείς του AIDS συχνά αναπτύσσουν καιροσκοπικές λοιμώξεις οι οποίες δεν παρουσιάζονται με συγκεκριμένα συμπτώματα, ιδιαίτερα χαμηλούς πυρετούς και χάσιμο βάρους. Αυτές περιλαμβάνουν τη λοίμωξη με Mycobacterium avium-intracellulare και cytomegalovirus (CMV). CMV μπορεί να προκαλέσει κολίτιδα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και η CMV retinitis μπορεί να προκαλέσει τύφλωση. Η Penicilliosis εμφανίζεται λόγω του Penicillium marneffei και αποτελεί μία μυκητιακή λοίμωξη, είναι τώρα η 3η ποιό συνηθισμένη καιροσκοπική λοίμωξη, μετά την φυματίωση και την cryptococcosis (λοίμωξη από μύκητα που χαρακτηρίζεται από κομβώδης πληγές, αρχικά στους πνεύμονες και στη συνέχεια μεταδίδεται στο νευρικό σύστημα), σε HIV θετικά άτομα στην ενδημική περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Εξετάσεις για τον HIV
Πολλά άτομα δεν γνωρίζουν ότι έχουν μολυνθεί από τον HIV. Για αυτόν το λόγο το αίμα από τους δωρητές αίματος καθώς και τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται στην ιατρική και στην ιατρική έρευνα ελέγχονται για HIV.
Οι εξετάσεις για τον HIV συνήθως γίνονται συνήθως με εξέταση αίματος. Πολλά εργαστήρια χρησιμοποιούν τα 4ης γενιάς tests τα οποία διακρίνουν το αντί- HIV αντίσωμα και το HIV p24 αντιγόνο. Η διάκριση των HIV αντισωμάτων ή αντιγόνων σε έναν ασθενή που πρωτύτερα ήταν αρνητικό αποδεικνύει λοίμωξη του HIV. Τα άτομα των οποίων το πρώτο δείγμα υποδεικνύει λοίμωξη του HIV, πρέπει να επαναλάβουν την εξέταση με ένα δεύτερο δείγμα αίματος για να επιβεβαιώσουν τα αποτελέσματα. Ο χρόνος ανάμεσα στην αρχική λοίμωξη και την εξέλιξη των ανιχνευμένων αντισωμάτων κατά της λοίμωξης ποικίλλει αφού μπορεί να πάρει από 3–6 μήνες για να μετατραπεί και να δείξει το test θετικό. Η ανίχνευση του ιού χρησιμοποιώντας την polymerase chain reaction (PCR), κατά τον χρόνο ανάμεσα στην αρχική λοίμωξη και την εξέλιξη των ανιχνευμένων αντισωμάτων κατά της λοίμωξης, είναι πιθανή και στοιχεία δείχνουν ότι μία λοίμωξη είναι πιθανόν να ανιχνευθεί νωρίτερα αν γίνει με ένα 4ης γενιάς EIA test. Θετικά αποτελέσματα που βρίσκονται από την PCR επιβεβαιώνονται με εξετάσεις αντισωμάτων.
Μετάδοση και πρόληψη
Οι τρείς κύριοι τρόποι μετάδοσης του HIV είναι η σεξουαλική επαφή, η έκθεση σε μολυσμένα σωματικά υγρά ή ιστούς και από τη μητέρα στο έμβρυο ή στο παιδί κατά τη διάρκεια της περιόδου κοντά στην χρονική περίοδο της γέννας (5 μήνες πριν και 1 μήνα μετά). Είναι πιθανόν να βρεθεί ο ιός HIV στο σάλιο, στα δάκρυα, και στα ούρα των ατόμων που πάσχουν από τον ιό, όμως δεν υπάρχουν επίσημες αναφορές λοίμωξης από αυτές τις εκκρίσεις και το ρίσκο της λοίμωξης είναι ασήμαντο.
Σεξουαλική επαφή
Η πλειοψηφία των HIV λοιμώξεων αποκτούνται μέσω των απροστάτευτων σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ των συντρόφων, ένας από τους οποίους πάσχει από HIV.
Η μετάδοση μέσω σεξουαλικής επαφής συμβαίνει με την επαφή μεταξύ σεξουαλικών εκκρίσεων του ενός από τους συντρόφους με τις πρωκτικές, γεννητικές ή τις στοματικές βλεννώδης μεμβράνες κάποιου άλλου. Οι απροστάτευτες δεκτικές σεξουαλικές πράξεις είναι ποιό επικίνδυνες από τις απροστάτευτες insertive σεξουαλικές πράξεις, με ρίσκο για μετάδοση του HIV από ένα πάσχον άτομο σε ένα υγιή άτομο μέσω της απροστάτευτης πρωκτικής συνουσίας, μεγαλύτερο από το ρίσκο για μετάδοση του ιού μέσω της κολπικής συνουσίας ή του στοματικού sex. Το στοματικό sex έχει και αυτό τους κινδύνους του αφού ο HIV μεταδίδεται μέσω του insertive και του δεκτικού στοματικού sex. Το ρίσκο για την μετάδοση του HIV από την έκθεση στο σάλιο είναι αρκετά μικρότερο από το ρίσκο από την έκθεση με το σπέρμα. Αντίθετα με αυτό που λέγεται, για να γίνει μετάδοση του ιού μέσω του σάλιου, πρέπει να καταπιεί κάποιος λίτρα σάλιου από έναν φορέα για να αποκτήσει το σχετικό ρίσκο ώστε να προσβληθεί από τον ιό.
Τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα νοσήματα αυξάνουν το ρίσκο για μετάδοση και λοίμωξη από τον HIV επειδή προκαλούν διάσπαση του φυσιολογικού επιθηλιακού φράγματος από γεννητικό έλκος και/ή μικροέλκος, καθώς και από την συσσώρευση των λιμνών του HIV- επιδεκτικών ή HIV-μολυσμένων κυττάρων (λεμφοκυττάρων και μακροφάγων) στο σπέρμα και στις κολπικές εκκρίσεις. Έρευνες έχουν δείξει ότι περίπου υπάρχει 4 φορές μεγαλύτερο ρίσκο για λοίμωξη από τον ιό HIV με την παρουσία ενός γεννητικού έλκους όπως αυτού που προκαλείται από τη σύφιλη και/ή την chancroid. Επίσης υπάρχει ένα σημαντικό αν και μικρότερα αυξημένο ρίσκο στην παρουσία των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων όπως η γονόρεα, τα χλαμίδια και οι τριχομονάδες τα οποία μπορεί να προκαλέσουν τοπικές συσσωρεύσεις λεμφοκυττάρων και μακροφάγων.
Κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης μόνο τα ανδρικά ή τα γυναικεία προφυλακτικά μπορούν να ελαττώσουν τις πιθανότητες της μετάδοσης του HIV και άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων ασθενειών καθώς και τις πιθανότητες μίας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης.
Έκθεση σε μολυσμένα σωματικά υγρά
Αυτό το μέσο μετάδοσης είναι ιδιαιτέρως σχετικό με τους χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών, αιμοφιλικούς και δέκτες μετάγγισης αίματος και προϊόντων αίματος. Το μοίρασμα και οι ξαναχρησιμοποιημένες σύριγγες μολυσμένες με HIV μολυσμένο αίμα αποτελεί υψηλό ρίσκο για λοίμωξη με όχι μόνο με τον HIV καθώς επίσης για ηπατίτιδα Β και ηπατίτιδα Γ.
Οι εργαζόμενοι υγειονομικής περίθαλψης (νοσοκόμες, βοηθοί εργαστηρίων και γιατροί κ.λπ.) πρέπει επίσης να προσέχουν αν και δεν διατρέχουν σπουδαίο κίνδυνο.
Τα άτομα τα οποία κάνουν και λαμβάνουν τατουάζ και τρύπες κοσμημάτων πρέπει επίσης να προσέχουν και να λαμβάνουν τις απαιτούμενες προφυλάξεις.
Οι εργαζόμενοι των υγειονομικών και ιατρικών χώρων, οι οποίοι ακολουθούν γενικές προφυλάξεις όπως να φοράνε latex γάντια όταν κάνουν ενέσεις και να πλύνουν τα χέρια τους συχνά, θα αποφύγουν την λοίμωξη από τον HIV.
Μετάδοση από τη μητέρα στο παιδί
H μετάδοση του ιού από τη μητέρα στο παιδί μπορεί να γίνει είτε στη μήτρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων της εγκυμοσύνης είτε στη γέννα. Χωρίς θεραπεία, η αναλογία της μετάδοσης ανάμεσα στη γυναίκα και στο παιδί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η προσπάθεια και ο τοκετός είναι 25%. Αν όμως η μητέρα ακολουθεί μία θεραπεία με αντιρετροιούς και γεννήσει με καισαρική, ο βαθμός της μετάδοσης είναι μόλις 1%. Αρκετοί παράγοντες επηρεάζουν το ρίσκο για λοίμωξη από τον ιό, ιδιαίτερα το φορτίο που προέρχεται από τον ιό της μητέρας στη γέννα (όσο υψηλότερο είναι το φορτίο που προέρχεται από τον ιό, τόσο υψηλότερο το ρίσκο). Με τον θηλασμό αυξάνετε το ρίσκο της μετάδοσης. Το ρίσκο εξαρτάται από κλινικούς παράγοντες που ίσως να διαφέρουν ανάλογα με το υπόδειγμα και τη διάρκεια του θηλασμού.
Έρευνες έχουν δείξει ότι τα φάρμακα αντιρετροιών, η καισαρική και οι έτυμες βρεφικές τροφές μπορούν να ελαττώσουν τις πιθανότητες της μετάδοσης του ιού από τη μητέρα στο παιδί. Πρόσφατες συστάσεις προτείνουν ότι όταν η αντικαταστημένη τροφή είναι δεκτή, εφικτή, εύκολα προμηθευτή, ανεκτή και ασφαλής, οι μητέρες φορείς πρέπει να αποφεύγουν να θηλάζουν τα μωρά τους.
Θεραπεία
Προς το παρόν δεν έχει βρεθεί κάποιο φάρμακο ή θεραπεία για τον HIV ή το AIDS. Η μοναδική γνωστή μέθοδος για πρόληψη είναι η αποφυγή έκθεσης στον ιό ή άμα δεν είναι εφικτό αυτό, μία θεραπεία με αντιρετροιούς αμέσως μετά την έκθεση στον ιό, η θεραπεία αυτή λέγεται προφύλαξη προ- έκθεσης. Η προφύλαξη προ- έκθεσης αποτελεί μία δόση σε ένα πρόγραμμα 4 εβδομάδων. Όμως έχει και κάποιες επιδράσεις που περιλαμβάνουν διάρροια, αδιαθεσία, ναυτία και κούραση.
Η σύγχρονη θεραπεία για τη λοίμωξη του ιού περιλαμβάνει μία υψηλά ενεργή θεραπεία με αντιρετροιούς , ή HAART. Οι σύγχρονες και άριστες HAART επιλογές αποτελούνται από συνδυασμούς (ή “κοκτέιλς”) που αποτελούνται από τουλάχιστον 3 φάρμακα που ανήκουν σε τουλάχιστον 2 τύπους, ή “κλάσεις” των συντελεστών των αντιρετροιών.
HAART έχει τη δυνατότητα να σταθεροποιεί τα συμπτώματα του ασθενή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θεραπεύει το άτομο από τον ιό, ούτε τον ανακουφίζει από τα συμπτώματα.
Χωρίς το HAART η πρόοδος από την λοίμωξη του HIV το AIDS επέρχεται σε 9 με 10 χρόνια και ο μέσος όρος ζωής μετά την ανάπτυξη του AIDS είναι μόνο 9.2 μήνες. HAART θεωρείται ότι αυξάνει τον χρόνο επιβίωσης από 4 έως και 12 χρόνια.
Συμπληρώματα πολυβιταμινών καθώς και μεταλλικών στοιχείων έχουν αποδειχτεί ότι ελαττώνουν την πρόοδος της ασθένειας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτό μπορεί να αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό χαμηλό σε κόστος παρέμβαση που παρέχετε κατά το αρχικό στάδιο του HIV για να παρατείνει τον χρόνο πριν την απαιτούμενη θεραπεία αντιρετροιών. Τα φάρμακα με αντιρετροιούς είναι ακριβά και η πλειοψηφία των ατόμων που πάσχουν δεν έχουν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν κάποια θεραπεία ή φαρμακευτική αγωγή για τον HIV και το AIDS.
Επίσης λόγω της μεγάλης και γρήγορης απώλειας βάρους, κυρίως μυϊκού ιστού, που προκαλείται από την προσβολή του ιού στον οργανισμό ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής είναι απαραίτητο για την καλύτερη αντιμετώπιση της ασθένειας και για μία καλύτερη ποιότητα ζωής.
Χωρίς θεραπεία, ο μέσος όρος ζωής μετά την λοίμωξη από τον ιό εκτιμάται από 9 με 11 χρόνια και ο μέσος όρος επιβίωσης μετά τη διάγνωση του AIDS σε περιορισμένες τοποθετήσεις που η θεραπεία δεν είναι διαθέσιμη καθορίζεται στους 6 και 19 μήνες, εξαρτάται από την μελέτη. Σε περιοχές που είναι ευρέως διαθέσιμη, η ανάπτυξη του HAART σαν αποτελεσματική θεραπεία για την λοίμωξη του HIV και του AIDS ελαττώνει τον βαθμό θνησιμότητας από αυτή την ασθένεια έως και 80%, και αυξάνει την υπολογιζόμενη διάρκεια ζωής για έναν καινούργιο ασθενή σε 20 χρόνια.