Ο τροχός και ο σωλήνας αποτελούν δυο βασικής και κολοσσιαίας σημασίας επινοήσεις του ανθρώπου. Χωρίς αυτές, η τεχνολογία μας, ο πολιτισμός μας, οι συνθήκες της διαβίωσής μας, ακόμα και ο τρόπος του σκέπτεσθαι, δεν θα είχαν ποτέ διαμορφωθεί όπως τα γνωρίζουμε και τα ζούμε, τόσο σαν άτομα όσο και σαν ανθρώπινη κοινωνία.
Και όσον αφορά τον τροχό, φαίνεται πως ο αρχικός εφευρέτης του δεν είναι άλλος από το ταπεινό σκαθάρι, και με πρώτο υλικό κατασκευής του τα αποξεραμένα κόπρανα! Κάποιος μακρινός μας πρόγονος, προικισμένος με τρομερή παρατηρητικότητα και καλπάζουσα φαντασία, είδε το σκαθάρι να μοχθεί με τον τροχό του και έπιασε το μήνυμα και το νόημα! Που να φανταζόταν ο καψερός σε ποια περιπέτεια ενέπλεκε την ανθρωπότητα όταν έφτιαξε και χρησιμοποίησε την πρώτη του ρόδα!
Η περίπτωση όμως του σωλήνα είναι κάπως διαφορετική. Ο σωλήνας, ως κυλινδρικός, κοίλος αγωγός, για τη διοχέτευση υγρών είτε αερίων αποτελεί δημιούργημα της ίδιας της Φύσης, και είναι συνυφασμένος με την ίδια τη ζωή και τις λειτουργίες, που αποτελούν τόσο τους μηχανισμούς της όσο και τις εκδηλώσεις της. Η ύπαρξη και η λειτουργία της βασικής μονάδας της ζωής, του κυττάρου, δεν νοείται χωρίς την παρουσία, μέσα στη δαιδαλώδη αλλά και την περίτεχνη υφή του, ποικίλων, υπομικροσκοπικών σωληνίσκων.
Ιδιαίτερα μέσα στο μυϊκό κύτταρο, δηλαδή μέσα στη μυϊκή ίνα, το σύστημα των μικροσωληναρίων που αποτελούν το σαρκοπλασματικό δίκτυο, είναι πράγματι ανυπέρβλητο όσον αφορά τη συμμετρία, την πολυπλοκότητα και τη σκοπιμότητα της κάθε διακλάδωσης, έτσι όπως περιβάλλει το κάθε μυϊκό ινίδιο. Σ αυτή την περίπτωση αυτά τα μικροσωληνάρια έχουν διπλή λειτουργία:
* Πρώτο, χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν στα κατάλληλα σημεία του μηχανισμού της συστολής, τα υλικά που αποδίδουν την ενέργεια για την πραγματοποίηση της συστολής, και γενικότερα τα υλικά που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της δομής των μυϊκών ινιδίων.
* Δεύτερο, με μια σχετικά απλή διαδικασία διακίνησης ιόντων στα τοιχώματά τους, μεταβιβάζουν με μεγάλη ταχύτητα, αλλά και με καταπληκτικό για την ακρίβειά του συντονισμό, τα φυσιολογικά μηνύματα για την εκδήλωση της συστολής. Αυτά τα μηνύματα μεταβιβάζονται με συχνότητες που σε μερικές περιπτώσεις φτάνουν γύρω στα 300 ανά δευτερόλεπτο. Αυτό συμβαίνει βέβαια στους μυς του ανθρώπου, γιατί στους μυς που κινούν τα φτερά του κουνουπιού, η συχνότητα των μηνυμάτων αυτών υπερβαίνει τα χίλια ανά δευτερόλεπτο!
Αλλά η σωληνοειδής κατασκευή χρησιμοποιείται και για τη γένεση και τη μεταφορά των νευρικών ώσεων (ή νευρικών μηνυμάτων) στο πολύπλοκο σύστημα διασυνδέσεων μέσα στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα, καθώς και για τη μεταφορά τους από το κέντρο προς τα περιφερικά εκτελεστικά όργανα (μυϊκές ίνες και αδενικά κύτταρα) αλλά και από τους περιφερικούς υποδοχείς προς τα νευρικά κέντρα των διαφόρων αισθήσεων. Πράγματι, οι νευρικές ίνες που δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποφυάδες νευρικών κυττάρων, με τις οποίες πραγματοποιούνται οι παραπάνω λειτουργίες, είναι σωληνοειδείς προεκτάσεις της κυτταρικής μεμβράνης των νευρικών κυττάρων, που επιτελούν δυο ξεχωριστές, αλλά εξίσου βασικής σημασίας λειτουργίες:
* Πρώτο, μεταφέρουν ουσίες από το κύτταρο προς την τελική απόληξη της νευρικής ίνας, καθώς και άλλες ουσίες από την απόληξη της ίνας προς το νευρικό κύτταρο (και κατά συνέπεια περιλαμβάνουν στη δομή τους δυο τουλάχιστο συστήματα σωληνίσκων, ένα για την κάθε κατεύθυνση διακίνησης ουσιών).
* Δεύτερο, άγουν τις νευρικές διεγέρσεις, πολλές φορές με την απίστευτη ταχύτητα των
Στην περίπτωση της αγωγής των διεγέρσεων με τις νευρικές ίνες, η αγωγή γίνεται με τον ίδιο περίπου μηχανισμό όπως και η μεταφορά του μηνύματος για τη συστολή των μυϊκών ινιδίων της μυϊκής ίνας με τα μικροσωληνάρια του σαρκοπλασματικού δικτύου. Δηλαδή πρόκειται για μια διεργασία διακίνησης ιόντων στο τοίχωμα της νευρικής ίνας, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα κύμα ηλεκτρικής αρνητικότητας, που διατρέχει την ίνα από την έκφυσή της από το νευρικό κύτταρο ως την απόληξή της (φυγόκεντρη νευρική ίνα), είτε και αντίστροφα, από την απόληξή της ως το μητρικό της νευρικό κύτταρο (κεντρομόλα νευρική ίνα).
Βέβαια όλοι αυτοί οι «σωλήνες» που αναφέραμε ως τώρα, έχουν τοίχωμα που αποτελείται από «πλασματική μεμβράνη,» δηλαδή από μεμβράνη που το πάχος της αποτελείται από δυο μόνο μονομοριακές στιβάδες λιπιδίων που συγκρατούνται μεταξύ δυο μονομοριακών στιβάδων πρωτεϊνης (συνολικό πάχος 75 Angstrom, δηλαδή 75 δεκάκις εκατομμυριοστά του χιλιοστού του μέτρου!).
Αλλά τα περί σωλήνων και σωληνώσεων στον οργανισμό δεν αφορούν βέβαια μόνο εις το κυτταρικό επίπεδο. Εδώ έχουμε το καταπληκτικότερο υδραυλικό σύστημα που γνώρισε ο κόσμος, το κυκλοφορικό σύστημα, τόσο στον άνθρωπο όσο και σε όλους σχεδόν τους πολυκύτταρους οργανισμούς. Οι σωλήνες, δηλαδή τα αιμοφόρα αγγεία, σ αυτό το σύστημα, έχουν διαμέτρους κολοσσιαίων διαστάσεων, σε σύγκριση με αυτούς που αναφέραμε παραπάνω. Τα τοιχώματά τους αποτελούνται από πολλές στοιβάδες διαφόρων κυττάρων και ουσιών που παράγονται από κύτταρα, έτσι ώστε να μπορούν να διευρύνονται ή να στενεύουν, (αγγειοδιαστολή, αγγειοσυστολή), ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή τους σε κάθε περίπτωση.
Πράγματι, το κυκλοφορικό μας σύστημα αποτελείται από δυο κλειστά κυκλώματα σωλήνων (αιμοφόρα αγγεία), ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλεται, κατά σειρά, η καρδία, που με τη λειτουργία της δημιουργεί μια διαφορά πίεσης (του αίματος) μεταξύ της αρχής και του τέλους του καθενός από τα δυο αυτά κλειστά κυκλώματα. Το ένα κύκλωμα, που αποκαλείται μεγάλη ή συστηματική κυκλοφορία, αρχίζει από την καρδιά (αριστερή κοιλία), σαν ένα μεγάλο αγγείο (αορτή), με διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από τρία εκατοστόμετρα. Στη συνέχεια, η αορτή αποσχίζεται σε πολλούς κλάδους (αρτηρίες με μικρότερη διάμετρο), που η κάθε μια τους φέρεται σε κάποιο όργανο του σώματος, όπου διακλαδίζεται σε ολοένα και περισσότερες, αλλά λεπτότερες αρτηρίες. Με τις αλλεπάλληλες αυτές διακλαδώσεις, το αρτηριακό σύστημα αγγείων καταλήγει σε ένα τεράστιο αριθμό αρτηριδίων, από τα οποία εκφύονται τα αόρατα με το αβοήθητο μάτι τριχοειδή αγγεία, σε αριθμό που ανέρχεται σε πολλά δισεκατομμύρια σε ολόκληρο το σώμα. Πράγματι, τα τριχοειδή σχηματίζουν ένα τόσο πυκνό δίκτυο αγγείων μέσα στους ιστούς του σώματος, ώστε να μην υπάρχει κύτταρο που να απέχει περισσότερο από 20 ως 30 εκατομμυριοστά του μέτρου από κάποιο τριχοειδές!
Τα τριχοειδή αγγεία, που το καθένα τους έχει μήκος μισό ως ένα χιλιοστό του μέτρου, και διάμετρο πέντε ως εννέα εκατομμυριοστά του μέτρου, από κάθε πολύ μικρή περιοχή των ιστών του σώματος, συνενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν μικρά αγγεία που ονομάζονται φλεβίδια, αυτά δε με τη σειρά τους συνενώνονται και σχηματίζουν μικρές φλέβες, που και αυτές συμβάλλονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν μεγαλύτερες φλέβες. Τελικά, όλες οι φλέβες του σώματος (εκτός από αυτές που προέρχονται από τα τοιχώματα της καρδίας) συνενώνονται με αυτό τον τρόπο και σχηματίζουν δυο πολύ μεγάλες φλέβες (την άνω και την κάτω κοίλες φλέβες), οι οποίες εκβάλλουν στην καρδιά (στο δεξιό κόλπο). Αυτές που προέρχονται από τα τοιχώματα της καρδίας συνενώνονται μεταξύ τους και σχηματίζουν το στεφανιαίο κόλπο, που και αυτός εκβάλλει στο δεξιό κόλπο της καρδίας. Με αυτό τον τρόπο τελειώνει το αγγειακό σύστημα της μεγάλης (ή συστηματικής) κυκλοφορίας.
Το αγγειακό σύστημα της μικρής ( ή πνευμονικής ) κυκλοφορίας αρχίζει και αυτό με ένα πολύ μεγάλο αγγείο (πνευμονική αρτηρία) από τη δεξιά κοιλία της καρδίας, που διακλαδίζεται σε πάρα πολλούς αρτηριακούς κλάδους μέσα στους πνεύμονες. Τα αγγεία αυτά διακλαδίζονται σε αρτηρίδια, από τα οποία αρχίζει ένας τεράστιος αριθμός τριχοειδών, που βρίσκονται σε στενότατη επαφή με τα τοιχώματα των κυψελίδων των πνευμόνων. Στη συνέχεια, αυτά τα τριχοειδή συνενώνονται κατά περιοχές και σχηματίζουν φλεβίδια, μικρές και μεγαλύτερες φλέβες, που τελικά καταλήγουν να σχηματίζουν τις τέσσερις πνευμονικές φλέβες, οι οποίες τελικά εκβάλλουν στην καρδιά (αριστερός κόλπος). Έτσι τελειώνει τα αγγειακό κύκλωμα της μικρής (ή πνευμονικής) κυκλοφορίας.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των δυο αυτών κυκλωμάτων είναι ότι το συνολικό τους εύρος αυξάνεται όσο το σύστημα των αγγείων διακλαδίζεται σε ολοένα και στενότερα αλλά περισσότερα αγγεία, και φτάνει σε ένα μέγιστο εύρος στο επίπεδο των τριχοειδών. Πράγματι, σε αυτό το επίπεδο, το συνολικό εύρος της συστηματικής κυκλοφορίας (όταν υφίσταται αγγειοδιαστολή σε μεγάλη έκταση σε εκτεταμένες περιοχές του σώματος, όπως στους μυς κατά την έντονη μυϊκή δραστηριότητα, καθώς και στο πεπτικό σύστημα κατά την πέψη), είναι περίπου 800 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του αρχικού αγγείου, δηλαδή της αορτής. Από αυτό το επίπεδο και πέρα, το συνολικό εύρος των φλεβών περιορίζεται, και προς το τέλος, κατά την εκβολή των στην καρδιά, το συνολικό τους εύρος είναι περίπου διπλάσιο από εκείνο της αορτής. Τα ίδια περίπου συμβαίνουν και στην πνευμονική κυκλοφορία.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι στο τοίχωμα όλων των αγγείων στο κυκλοφορικό σύστημα, με εξαίρεση τα τριχοειδή, περιλαμβάνονται λείες μυϊκές ίνες, οι οποίες με τη συστολή είτε τη χάλασή τους προκαλείται στένωση είτε διεύρυνση του αγγείου. Στο σημείο μάλιστα που αρχίζει το κάθε τριχοειδές, υπάρχει και μια λεία μυϊκή ίνα που το περιβάλλει σαν σφιγκτήρας, η οποία με τη συστολή της αποκλείει την είσοδο αίματος στο τριχοειδές.. Με αυτό τον τρόπο, τα τριχοειδή μπορούν να ανοίγουν είτε και να κλείνουν ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες του ιστού για μεγαλύτερη είτε μικρότερη αιμάτωση.
Μέσα στο κυκλοφορικό αυτό σύστημα περιέχονται περίπου πέντε λίτρα αίματος, που, με τη λειτουργία της καρδίας, βρίσκεται σε διαρκή κίνηση. Δηλαδή, αν παρακολουθήσουμε ένα συγκεκριμένο μορφολογικό στοιχείο του αίματος, για παράδειγμα ένα ερυθρό αιμοσφαίριο, σ αυτή τη διαδρομή, θα διαπιστώσουμε ότι μετά την εκτόξευσή του από την αριστερή κοιλία της καρδίας προς την αορτή, προχωρεί ως ένα σημείο, και στη συνέχεια εισέρχεται σε κάποια μικρότερη αρτηρία. Κατά τη διαδρομή του μέσα σ αυτή την αρτηρία κάποτε εισέρχεται σε κάποιο μικρότερο κλάδο της, και από αυτόν σε κάποιο άλλο ακόμα μικρότερο κλάδο, και τελικά, τη στιγμή που διέρχεται μέσα από κάποιο αρτηρίδιο διοχετεύεται προς ένα τριχοειδές. Για να περάσει μέσα από αυτό το αγγείο, το ερυθρό αιμοσφαίριο υφίσταται κάποια ελαστική παραμόρφωση, γιατί πρόκειται για στενό αγγείο, με διάμετρο που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ελαφρά μικρότερη από το μέγεθος αυτού του κυττάρου.
Μετά από μισό ως ένα δευτερόλεπτο, το ερυθρό αυτό αιμοσφαίριο θα έχει φτάσει στην άλλη άκρη του τριχοειδούς και από αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής προς την καρδία. Στην αρχή βρίσκεται μέσα σε φλεβίδιο, μετά μέσα σε μικρή φλέβα, ύστερα σε μεγαλύτερη φλέβα, και τελικά καταλήγει στην καρδιά (στο δεξιό κόλπο).
Από αυτό το σημείο το ερυθρό μας αιμοσφαίριο περνάει προς τη δεξιά κοιλία, και από εκεί εκτοξεύεται προς την πνευμονική αρτηρία. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα βρίσκεται μέσα σε κάποια μικρή αρτηρία των πνευμόνων, διέρχεται από πνευμονικό αρτηρίδιο, και τελικά διοχετεύεται σε κάποιο τριχοειδές των πνευμόνων. Σε μισό ως ένα δευτερόλεπτο, από αυτό το σημείο, το ερυθρό μας αιμοσφαίριο βρίσκεται στο τέλος του τριχοειδούς και συνεχίζει την πορεία του μέσα σε φλεβίδιο, στη συνέχεια μέσα σε μικρή φλέβα, και τελικά φθάνει στον αριστερό κόλπο της καρδίας με μια από τις τέσσερις πνευμονικές φλέβες. Από τον αριστερό κόλπο διοχετεύεται στην αριστερή κοιλία, και έτσι εδώ συμπληρώνεται ολόκληρος ο κύκλος της διαδρομής του.
Ολόκληρο αυτό το ταξίδι διαρκεί λίγα μόνο δευτερόλεπτα ως και ένα περίπου λεπτό. Το χρονικό αυτό διάστημα εξαρτάται:
1) από την απόσταση από την καρδιά που βρίσκεται το τριχοειδές μέσα από το οποίο πέρασε το συγκεκριμένο αυτό ερυθρό αιμοσφαίριο, και
2) από το μέγεθος της καρδιακής παροχής, δηλαδή από το πόσο αίμα εκτοξεύεται από την καρδιά ανά λεπτό. Αυτό το ποσό μπορεί να είναι μόνο 4 ως
Εννοείται ότι στο κάθε αγγείο καταλήγουν νευρικές ίνες που προέρχονται από τα αρμόδια νευρικά κέντρα, με τις οποίες φέρονται νευρικά μηνύματα για τη μεγαλύτερη είτε μικρότερη συστολή των μυϊκών ινών που βρίσκονται στο τοίχωμα του αγγείου και συνεπώς, με αυτό τον τρόπο ρυθμίζεται με ακρίβεια το ποσό του αίματος που μπορεί είτε δεν μπορεί να διέρχεται από το σημείο εκείνο. Στα τοιχώματα των αγγείων καταλήγουν επίσης και κεντρομόλες νευρικές ίνες οι οποίες φέρονται προς το κεντρικό νευρικό σύστημα, και με τις οποίες άγονται πληροφοριακά στοιχεία που έχουν σχέση με την πίεση του αίματος σε ορισμένα καίρια σημεία του κυκλοφορικού συστήματος, καθώς και με τη συγκέντρωση στο αίμα διαφόρων ουσιών, όπως είναι το οξυγόνο, το διοξείδιο του άνθρακα, κλπ. Με βάση αυτές τις πληροφορίες λειτουργεί ο μηχανισμός της αυτόματης αναπροσαρμογής των λειτουργιών ολόκληρου του κυκλοφορικού συστήματος έτσι ώστε να ανταποκρίνεται με τον καλύτερο και τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο, στην κάθε περίπτωση.
Επίσης, στο κάθε σημείο του κυκλοφορικού συστήματος επιδρούν πλήθος ουσιών και ενδοκρινικών παραγόντων και τροποποιούν την αντίσταση των αγγείων στη ροή του αίματος, μέχρι ακόμα και τη διαβατότητα του τοιχώματος των τριχοειδών σε διάφορες ουσίες που περιέχονται τόσο στο αίμα όσο και στο υγρό των ιστών.
Το ανυπέρβλητο και καταπληκτικό αυτό σύστημα σωλήνων που αποτελούν το κυκλοφορικό σύστημα είναι απόλυτα απαραίτητο:
* για τη συνεχή μεταφορά προς το υγρό των ιστών, που περιβάλλει όλα τα κύτταρα του σώματος, όλων εκείνων των ουσιών που απαιτούνται για τη φυσιολογική τους λειτουργία, και
* για την απομάκρυνση από αυτό το υγρό όλων των άχρηστων και επιβλαβών ουσιών που παράγονται με τον μεταβολισμό των κυττάρων.
Οι διεργασίες αυτές πραγματοποιούνται μόνο κατά τη διάρκεια της διόδου του αίματος μέσα από τους μικροσκοπικούς, αόρατους με γυμνό οφθαλμό σωληνίσκους που ονομάζονται τριχοειδή αγγεία. Πράγματι μόνο σ αυτή τη θέση υφίσταται η δυνατότητα για διακίνηση ουσιών μεταξύ του αίματος που βρίσκεται μέσα στα αγγεία του κυκλοφορικού συστήματος και του υγρού που περιβάλλει τα κύτταρα των ιστών του σώματος, το οποίο βέβαια βρίσκεται έξω από αυτό το σύστημα (υγρό των ιστών).
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε και το σύστημα σωλήνων που αποτελούν το λεμφικό σύστημα, που λειτουργεί ως παράπλευρο αποχετευτικό σύστημα του κυκλοφορικού συστήματος. Αυτό αρχίζει σαν ένα πλέγμα από τριχοειδή αγγεία που αρχίζουν τυφλά από όλα σχεδόν τα σημεία του σώματος, συνεννοούνται μεταξύ τους και σχηματίζουν ευρύτερα αγγεία τα οποία φέρονται σε κεντρικότερα σημεία και εκβάλλουν σε διάφορους λεμφαδένες που βρίσκονται σε ορισμένες καίριες θέσεις του σώματος. Από εκεί συνεχίζονται ως ακόμα ευρύτερα λεμφαγγεία, τα οποία συνεννοούμενα μεταξύ τους σχηματίζουν τον μείζονα και τον ελάσσονα θωρακικούς πόρους, οι οποίοι και εκβάλλουν αντίστοιχα στην αριστερή και τη δεξιά φλεβώδη γωνία (φλέβες), που βρίσκονται μέσα στη θωρακική κοιλότητα. Με τα αγγεία αυτά αποχετεύεται από τους ιστούς και επαναφέρεται προς το κυκλοφορικό σύστημα η περίσσεια του υγρού των ιστών (με τη μορφή της λέμφου), επί πλέον δε μεταφέρονται προς το αίμα και τα λεμφοκύτταρα που παράγονται από τα λεμφογάγγλια (λεμφαδένες).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μηχανισμός με τον οποίο επιτυγχάνεται η διακίνηση αυτή της λέμφου. Τα λεμφαγγεία φέρουν εσωτερικά βαλβίδες με τις οποίες παρακωλύεται η παλινδρόμηση της λέμφου που περιέχεται στο λεμφαγγείο. Με αυτό τον τρόπο, με κάθε συμπίεση των λεμφαγγείων, όπως αυτή συμβαίνει κατά τη συστολή των διαφόρων μυών των άκρων και των τοιχωμάτων της κοιλίας, προκαλείται προώθηση της λέμφου προς κεντρικότερα σημεία του συστήματος. Εκείνο όμως που συμβάλλει κατά πολύ ουσιαστικό τρόπο στην πραγματοποίηση αυτής της λειτουργίας είναι οι αναπνευστικές κινήσεις. Πράγματι, εξαιτίας της ελαστικής διάτασης των πνευμόνων, η πίεση μέσα την κοιλότητα του θώρακα είναι σχεδόν πάντοτε αρνητική (μικρότερη από την ατμοσφαιρική πίεση). Αυτή η πίεση, κατά την εισπνευστική φάση της αναπνοής καθίσταται περισσότερο αρνητική, με συνέπεια την αναρρόφηση λέμφου από περιφερικότερα λεμφαγγεία προς τη θωρακική κοιλότητα όπου τα κεντρικά λεμφαγγεία (μείζων και ελάσσων θωρακικοί πόροι) εκβάλλουν προς το φλεβικό σκέλος του κυκλοφορικού συστήματος, σε πολύ μικρή απόσταση από την εκβολή της άνω κοίλης φλέβας προς την καρδία (δεξιό κόλπο). Εξ άλλου, κατά την εισπνοή, η πίεση μέσα στην κοιλία αυξάνεται εξαιτίας της καθόδου του διαφράγματος, γεγονός που συμβάλλει στην εξώθηση σημαντικού μέρους από το περιεχόμενο των λεμφαγγείων των κοιλιακών οργάνων (και κατά κύριο λόγο του εντέρου), προς τα λεμφαγγεία του βρίσκονται μέσα στο θώρακα.
Πέρα όμως απ όλους αυτούς τους σωλήνες, τα σωληνάρια και τους σωληνίσκους που αφορούν κατά κύριο λόγο το κυκλοφορικό μας σύστημα υπάρχουν και λειτουργούν στον οργανισμό και ένα πολύ μεγάλο πλήθος από σωληνοειδείς κατασκευές. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε τα δυο περίπου εκατομμύρια των ουροφόρων σωληναρίων στους νεφρούς τα οποία λειτουργούν όχι μόνο σαν σωληνίσκοι για τη μεταφορά υγρού αλλά και ως όργανα για την τροποποίηση της σύστασης του αρχικού διηθήματος του πλάσματος του αίματος για την μετατροπή του σε ούρα. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο με την απορρόφηση από αυτό το υγρό χρησίμων για τον οργανισμό ουσιών και την απόδοσή τους στο αίμα (π.χ. γλυκόζη), όσο και για την ενεργητική απέκκριση άλλων ουσιών από το αίμα προς το υγρό που ρέει μέσα από αυτά τα σωληνάρια. Επίσης, μη ξεχνάμε τα εκατομμύρια των ιδρωτοποιών αδένων στο δέρμα, όπου τα κύτταρα της αποχετευτικής τους μοίρας συμμετέχουν στην τροποποίηση του εκκρίματος ανάλογα με τις ανάγκες του σώματος αναφορικά με τη λειτουργία της θερμορύθμισης, καθώς επίσης και τους σμηγματογόνους αδένες στο δέρμα. Βέβαια εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε και στους σιελογόνους αδένες, καθώς και στα πολλά εκατομμύρια των αδένων που βρίσκονται στα τοιχώματα του γαστρεντερικού συστήματος, καθώς επίσης και σε ολόκληρο το σύστημα της αποχέτευσης της χολής και της έκκρισης του παγκρεατικού υγρού.
Από σωλήνες επίσης αποτελείται, κατά κύριο λόγο το γεννητικό σύστημα τόσο στον άνδρα όσο και στη γυναίκα (σπερματικά σωληνάρια, σπερματικός πόρος κλπ. στον άνδρα, σάλπιγγες, κόλπος στη γυναίκα), όπως επίσης και η αποχετευτική μοίρα του ουροποιητικού συστήματος (ουρητήρες, ουροδόχος κύστη, ουρήθρα).
Εξάλλου, αεροφόροι σωλήνες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του αναπνευστικού συστήματος (φάρυγγας, λάρυγγας, μεγάλοι και μικροί βρόγχοι, βρογχιόλια).
Εκπληκτική είναι επίσης η σωληνοειδής κατασκευή του συστήματος του κοχλία και κατ επέκταση ο εξαιρετικά αποτελεσματικός μηχανισμός της λειτουργίας του ως συστήματος υποδοχής και ανάλυσης της συχνότητας και της έντασης των ηχητικών κυμάτων για την πραγματοποίηση της αίσθησης της ακοής, Ανυπέρβλητος δε είναι και ο μηχανισμός τροφοδοσίας του συστήματος αντίληψης των κινήσεων της κεφαλής (και κατ’ επέκταση και ολόκληρου του σώματος), που πραγματοποιείται με τη λειτουργία των ημικυκλίων σωλήνων. Με αυτό τη μηχανισμό εξασφαλίζεται η αυτόματη (αντανακλαστική) ρύθμιση της στάσης του σώματος τόσο κατά την ακινησία όσο και κατά τη διάρκεια των διαφόρων κινήσεων έτσι ώστε το άτομο να διατηρεί την ισορροπία του και να αντιδρά με τον κατάλληλο τρόπο προς τις δυνάμεις της βαρύτητας, της επιτάχυνσης και της επιβράδυνσης, κλπ.
Βέβαια στο σώμα υπάρχουν και πολλά ακόμα άλλα συστήματα σωλήνων, σωληναρίων και σωληνίσκων στα οποία νομίζω ότι δεν χρειάζεται αυτή τη στιγμή να αναφερθούμε!
Ήδη αναφύεται επίμονα το εφιαλτικό ερώτημα: Μήπως αυτό που ονομάζουμε «ζωή» τελικά αποτελεί προϊόν κάποιου σωληνουργείου του Σύμπαντος?
Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,
Ιατρική Σχολή