Οι απολαύσεις της καλοφαγίας

Η Φύση έχει προικίσει τον άνθρωπο με το γαστρεντερικό (ή πεπτικό) του σύστημα, που ουσιαστικά αποτελείται από ένα σωλήνα ανοικτό κατά τα δυο του άκρα, με στενωμένα και διευρυμένα τμήματα σε διάφορά του σημεία, που αρχίζει από το στόμα και τελειώνει στον πρωκτό είσοδος, έξοδος. Μέσα σ αυτό το σωλήνα, εισάγονται κατά περιόδους (ή καμιά φορά και συνεχώς σε όλο το 24ωρο!), οι διάφορες «τροφές,» δηλαδή τα διάφορα παρασκευάσματα μέσα στα οποία περιέχονται οι θρεπτικές ουσίες που χρειάζονται για την ενεργειοδότηση του σώματος, καθώς και ως υλικά για την δομή και την επισκευή του.

Μέσα σ αυτό το σωλήνα λοιπόν, οι διάφορες αυτές τροφές υφίστανται μια βασική και πολύπλοκη, αλλά και απόλυτα απαραίτητη επεξεργασία, που στο σύνολό της λέγεται πέψη. Δηλαδή, με την επίδραση των διαφόρων ενζύμων, που παράγονται από τους αδένες του πεπτικού συστήματος, τα μόρια τω θρεπτικών ουσιών διασπώνται σε μικρότερα και απλούστερα μόρια, και με αυτή τη μορφή, απορροφούνται από ορισμένα τμήματα του τοιχώματος του πεπτικού σωλήνα προς το αίμα.

Στη συνέχεια, με την κυκλοφορία του αίματος, οι ουσίες αυτές κατανέμονται σε ολόκληρο το σώμα, και παραλαμβάνονται από τα τρισεκατομμύρια κύτταρα του σώματος, ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Πράγματι, όλα σχεδόν τα κύτταρα του σώματος παραλαμβάνουν από το αίμα, με τη μεσολάβηση του υγρού των ιστών, μόνο όσες ουσίες χρειάζονται για τις άμεσες μεταβολικές τους ανάγκες, δηλαδή για να πάρουν ενέργεια και για να αντικαταστήσουν φθειρόμενα ή άλλως πως χρησιμοποιούμενα υλικά. Η αποθήκευση υλικού για μελλοντική επιτόπια χρήση μέσα στα διάφορα κύτταρα, με τη μορφή του γλυκογόνου και των λιπιδίων είναι ελάχιστη, εκτός από ένα είδος κυττάρων που ονομάζονται λιποκύτταρα, στα οποία μπορούν να εναποθηκεύονται απεριόριστα αποθέματα καυσίμου του οργανισμού, με τη μορφή του λίπους. Αυτή όμως η εναποθήκευση φυσιολογικά επιτελείται μόνο όταν η προσφορά των ενεργειακών ουσιών στο σώμα είναι μεγαλύτερη από την άμεση ζήτηση των διαφόρων ιστών του σώματος.

Εννοείται ότι αυτό το λίπος των λιποκυττάρων φυσιολογικά κινητοποιείται με τη μορφή των λιπαρών οξέων, για την ενεργειοδότηση του σώματος, εφόσον τα καύσιμα που κυκλοφορούνται στο αίμα αρχίζουν να λιγοστεύουν, αυτό δε συμβαίνει όταν η τροφοδοσία του οργανισμού από το γαστρεντερικό σωλήνα είναι κατώτερη από τις άμεσες ανάγκες του σώματος. Αυτό συνήθως συμβαίνει προς το τέλος του συνήθους χρονικού διαστήματος που παρεμβάλλεται μεταξύ του ενός γεύματος και του επόμενου, και, ιδιαίτερα όταν αρχίζουμε να πεινάμε.

Το ίδιο εξάλλου συμβαίνει και όταν, κατά την αυξημένη μυϊκή δραστηριότητα, απαιτούνται επιπρόσθετα καύσιμα για τις μεταβολικές ανάγκες των εργαζομένων μυών. Σ΄ αυτή τη δεύτερη περίπτωση, η κινητοποίηση είναι σημαντική, γιατί οι μυς είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένοι για να καίνε λιπαρά οξέα, ιδιαίτερα όταν η μυϊκή άσκηση είναι παρατεταμένη και έντονη, οπότε τα αποθέματα του γλυκογόνου μέσα στους μυς έχουν ήδη εξαντληθεί, και η παροχή γλυκόζης από το συκώτι είναι σχετικά περιορισμένη.

Έτσι το συμπέρασμα είναι ότι το λίπος από τις λιπαποθήκες του σώματος κινητοποιείται και καταναλίσκεται για να δώσει ενέργεια στον οργανισμό, με δυο τρόπους :

1. με την ΠΕΙΝΑ, και

2. με την έντονη και παρατεταμένη ΜΥΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ.

 

Για τον απρόσκοπτο εφοδιασμό του σώματος με θρεπτικά στοιχεία, και μάλιστα σε ποσό ανάλογο με την κατανάλωσή τους, υπάρχει στον υποθάλαμο του εγκεφάλου ένα νευρικό κέντρο πρόσληψης τροφής, ή άλλως πως κέντρο πείνας. Αυτό το κέντρο βασικά ανιχνεύει και παρακολουθεί συνεχώς τις μεταβολές που επέρχονται στη χημική σύσταση του αίματος, και, ανάλογα με τις διαπιστώσεις που γίνονται από τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτή την παρακολούθηση, επιδρά σε άλλα κέντρα του εγκεφάλου και δημιουργεί αυτό το συναίσθημα που ονομάζεται πείνα.

Όμως, η λειτουργία αυτού του κέντρου επηρεάζεται και από πλήθος άλλων παραγόντων και επιδράσεων που έχουν αλλά καμιά φορά και που δεν έχουν άμεση, λογική είτε φυσιολογική σχέση με την κανονική τροφοδοσία του σώματος, με αποτέλεσμα την απόκλιση ή και την εκτροπή της λειτουργίας του από τον αρχικό βιολογικό της προορισμό.

 Έτσι, αυτό το κέντρο επηρεάζεται από το εάν το στομάχι ή και κατώτερα σημεία του γαστρεντερικού σωλήνα είναι άδεια, γεμάτα, ή και παραγεμάτα, αλλά και από οπτικά, ακουστικά, και, ιδιαίτερα από γευστικά και οσφρητικά ερεθίσματα.

Επί πλέον επηρεάζεται πολλές φορές, σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό, από τη γενική συνολική ψυχική διάθεση και την ψυχολογική κατάσταση του ατόμου, με αποτέλεσμα να τρέπει το άτομο προς την άμετρη πρόσληψη τροφής, είτε, σπανιότερα, και προς την αποστροφή από την τροφή.

Βέβαια δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω ότι η λειτουργία του κέντρου της πείνας (και του δίδυμου αδελφού του που λέγεται κέντρο κορεσμού) συσχετίζεται άμεσα με τον μηχανισμό της πρόσληψης της τροφής, αλλά και με τη διεργασία της ανταμοιβής, με την έννοια της ικανοποίησης και της απόλαυσης που προσφέρεται με τη λήψη εύγευστης και γενικά ευχάριστης στην εμφάνιση και στην όσφρηση τροφής.

Αλλά ακριβώς εδώ, τα πράγματα αρχίζουν και περιπλέκονται γιατί, αρκετά συχνά, αυτή η ικανοποίηση των αισθήσεων και η απόλαυση που προσφέρεται με την πρόσληψη της γευστικής τροφής έχει την τάση να δημιουργεί απαιτήσεις για την όσο το δυνατό συχνότερη επανάληψή της, παρά τις διαμαρτυρίες του κέντρου του κορεσμού, τις δυσμενείς διαπιστώσεις της ζυγαριάς, του καθρέφτη, της περιμέτρου της μέσης και της πίεσης που εξασκείται από τη ζώνη του παντελονιού, καθώς και πολλών άλλων παραγόντων, από τους οποίους εξαρτάται η γενική διαμόρφωση και, γενικά, η παρουσία του ανθρωπίνου όντος.

Με αυτό τον τρόπο αρχίζει η διαμόρφωση της εύσωμης σιλουέτας, που με τον καιρό μεταπίπτει σε μεγαλούτσικη, για να καταλήξει στην εμφανή ή και την υπέρμετρη παχυσαρκία, με όλα της τα δυσμενή για την υγεία και την εμφάνιση συνακόλουθα.

Αρχίζουμε με το άτομο των 75 κιλών, προχωράμε στα 80, τα 90 ή και τα 100 κιλά, και ανεβαίνουμε αισίως την κλίμακα της ζυγαριάς στα 120, τα 140 και πάνω. (από εδώ και μπρος δημιουργούνται, εκτός από όλα τα άλλα, και προβλήματα ζυγαριάς, γιατί τα περισσότερα ζυγιστικά μηχανήματα συνήθως δεν λειτουργούν για περισσότερα από 140 κιλά, οπότε βέβαια και χάνουμε και το λογαριασμό).

Αλλά η συσσώρευση του λίπους δεν έχει και τόσο περιορισμένα όρια.

Μπορεί να συνεχίζεται απεριόριστα, όπως μπορείτε εύκολα να διαπιστώστε με μια ερευνητική ματιά στους γύρω σας, ή ακόμα και με την προσφυγή στο «Βιβλίο των Ρεκόρ Guinness. Να λοιπόν ένα παράδειγμα προς αποφυγήν: Ο Κος J.B.M. υπήρξε ο βαρύτερος άνθρωπος στον κόσμο. Γεννήθηκε το 1941 στις Η.Π.Α., και το 1963, με ανάστημα 1,85 μ., ζύγιζε 181 κιλά. Όμως, το 1966 το βάρος του είχε φτάσει τα 317 κιλά, και το 1978 εισήχθη επειγόντως σε νοσοκομείο, με συμπτώματα καρδιακής και αναπνευστικής ανεπάρκειας.

Χρειάστηκαν 12 πυροσβέστες και ειδικά κατασκευασμένο φορείο για να τον μεταφέρουν από το σπίτι του στο φέρρυ που θα τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Εκεί χρειάστηκε να ενωθούν και να ενισχυθούν δυο κρεβάτια και 13 άνθρωποι για να τον τοποθετήσουν σ αυτό το υπερκρεβάτι. Από υπολογισμούς που έγιναν από τον ενδοκρινολόγο Dr. R.S., με βάση το προσλαμβανόμενο και το αποβαλλόμενο υλικό κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, ο J.B.M. θα έπρεπε να ζύγιζε κατά την ημέρα της εισαγωγής του στο νοσοκομείο κάπου 655 κιλά. Μετά από δυο χρόνια, υπό αυστηρή δίαιτα των 1200 kcal/24ωρο, ο Κος J.B.M. ζύγιζε μόνο 216 κιλά, αλλά τον Οκτώβριο του 1981 χρειάστηκε να επανεισαχθεί σε νοσοκομείο, γιατί το βάρος του είχε αυξηθεί κατά 91 κιλά. Όταν, τελικά, πέθανε το Σεπτέμβριο του 1983, το βάρος του ήταν 363 κιλά.

Αυτά λοιπόν είναι τα αποτελέσματα στα οποία είναι δυνατό να καταλήξει η χωρίς μέτρο απόλαυση της καλοφαγίας, η επαναλαμβανόμενη πανδαισία, και η άνευ διακοπής ικανοποίηση της αίσθησης της γεύσης και της όσφρησης και του κορεσμού! Και να φανταστεί κανένας για να έχει ο άνθρωπος την ευκαιρία να βιώνει την ευδαιμονία που του προσφέρει το εύγευστο φαϊ όταν περνάει από το στόμα προς το φάρυγγα και παρακάτω, για ακόμα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και για ακόμα περισσότερες φορές, οι συνδαιτυμόνες στα διάφορα Επικούρεια, Ρωμαϊκά, και άλλα συμπόσια, δεν δίσταζαν να προκαλούν την κένωση του στομάχου με διάφορα εμετικά, για να αρχίζουν να τρώνε από την αρχή! Πράγματι, αυτοί οι άνθρωποι είχαν αναγάγει τη χρήση των εμετικών σε επίπεδο Επιστήμης, εξίσου σημαντικής όσο είναι τουλάχιστο και η Γαστριμαργία!

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΜΗΝΑΣ

Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,

Ιατρική Σχολή