Βουνό, κάμπος και θάλασσα

Κάθε χρόνο που μας έρχεται το καλοκαίρι, εγώ θυμάμαι το βουνό, τον κάμπο και τη θάλασσα της Λαπήθου, κάπου 15 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, στα βόρεια παράλια της Κύπρου. Ίσως γιατί, σ εκείνη την περιοχή μου έτυχε να ζήσω ένα από τα περισσότερο ενδιαφέροντα καλοκαίρια της ζωής μου. Ίσως γιατί εκεί, στην αμμουδιά, στη θάλασσα, τα χωράφια, τους κήπους, τα αμπέλια και τα μποστάνια της παραλίας της Αϊρκώτισσας, είχα την ευκαιρία και την τύχη να απολαύσω, περίπου για τρεις καλοκαιρινούς μήνες, προς το τέλος της δεκαετίας του 1940, μια γνήσια, απλή, λιτή και απέριττη φυσική ζωή. Ίσως γιατί, ακριβώς μετά από εκείνο το καλοκαίρι ανακάλυψα την ύπαρξη της Φυσιολογίας, που μου άλλαξε ολόκληρη την πορεία και το περιεχόμενο της ζωής μου.

Κυριολεκτικά δίπλα στο κύμα, κοντά στη θάλασσα, με το καθαρό αεράκι, τη λιακάδα την ημέρα και την αστροφεγγιά ή και το φεγγαρόφωτο τα βράδια, με την καλή απλή διατροφή, και την ακόμα καλύτερη παρέα, την ενδιαφέρουσα απασχόληση και τη «λογική» σωματική άσκηση, οι συνθήκες ήταν ιδανικές για τις οποιεσδήποτε καλοκαιρινές διακοπές.

Όμως, δεν επρόκειτο για πραγματικές διακοπές, αλλά για ένα είδος «διακοπών εργασίας,» κατά το ανάλογο των «γευμάτων εργασίας» που εφευρέθησαν αρκετά χρόνια μετά, με απροσδόκητα και πρωτόγνωρα αποτελέσματα και απρόσμενες επιπτώσεις στην κοινωνική, την επαγγελματική και την πολιτιστική ζωή της ανθρώπινης κοινωνίας. Το χωριό της Λαπήθου είχε αποκτήσει εκείνο το καλοκαίρι τον πρώτο και μοναδικό της υπαίθριο κινηματογράφο, σε στρατηγική θέση, στην ανατολική είσοδο του χωριού, έτσι για να μπορεί εύκολα να εξυπηρετεί και το γειτονικό χωριό Καραβάς, λιγότερο από μισό χιλιόμετρο προς τα ανατολικά της. Κι εγώ είχα αναλάβει, ως διαθέτων την κατάλληλη πείρα και ζήλο, χειριστής της μηχανής προβολής και τα συναφή τεχνικά της επιχείρησης.

Ο ώρες της απασχόλησής μου ήταν ιδανικές; – κάπου 12 ώρες την εβδομάδα τόσες που με κανένα τρόπο, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στη σφαίρα της «αδίστακτης και κατάφορης εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο! Είχαμε τρεις παραστάσεις τη βδομάδα, τη νύκτα της Πέμπτης, του Σαββάτου και της Κυριακής. Ξεκινούσα από τον τόπο της διαμονής μου, δηλαδή την καλαμένια καλύβα στην παραλία της Αϊρκώτισσας, και με το ποδήλατό μου ανέβαινα στο σινεμά, πάνω στο χωριό, σε μια απόσταση κάπου τρία χιλιόμετρα, ακολουθώντας το χωμάτινο δρόμο που ελίσσονταν μέσα από τα κατάφυτα χωράφια, τα αμπέλια και τους κήπους, τις ξινολεμονιές και τις πορτοκαλιές, δίπλα από τα αυλάκια με το γάργαρο νερό, που πότιζε και δρόσιζε το Δέλτα του κεφαλόβρυσου της Λαπήθου.

Εκεί, ετοίμαζα τις δυο μεγάλες μπομπίνες της ταινίας, που είχε φτάσει από την προηγούμενη μέρα από την πρωτεύουσα, και έκανα μια γενική επιθεώρηση της μηχανής προβολής (μια ολοκαίνουργια Cine Mechanica, Ιταλικής κατασκευής), λίπανση, καθάρισμα και αλλαγή των «κάρβουνων» του βολταϊκού τόξου.

Η προβολή του «έργου» γινόταν συνήθως χωρίς απρόοπτα, εκτός από καμιά φωνή, που κάθε τόσο ακουγόταν από το ακροατήριο, «χασάπη γράμματα,» όταν ο μικρός Γιωργάκης, ο βοηθός μου, δεν τραβούσε έγκαιρα το φίλμ με τους Ελληνικούς υπότιτλους, με συνέπεια άλλα να λένε οι ήρωες και οι ηρωίδες του έργου και άλλα να διαβάζει το νοήμον κοινό! Η όλη υπόθεση ήταν μια διασκέδαση!

Κάτω στην παραλία η ζωή ήταν ειδυλλιακή. Σε μια έκταση 200 περίπου μέτρων κατά μήκος της αμμουδερής παραλίας, υπήρχαν τρία συγκροτήματα από καλαμένιες καλύβες. Κεντρικός πυρήνας στο κάθε συγκρότημα ήταν το «Κέντρο,» δηλαδή ένα είδος υπαίθριου Καφενείου εστιατόριου. Στις καλύβες μέναμε όλοι κι όλοι καμιά τριανταριά μόνιμοι παραθεριστές. Ο πληθυσμός όμως της περιοχής αυξάνονταν τις καθημερινές από τις 9 περίπου το πρωί ως αργά το βράδυ, κατά καμιά πενηνταριά άτομα που κατέβαιναν από το χωριό για κολύμπι, ξάπλα στην πλάζ και ξεροψήσιμο στον ήλιο (ηλιοθεραπεία το λέγανε και τότε!), και φαγοπότι, τα δε Σαββατοκύριακα κατά άλλες δυο εκατοντάδες περίπου που ερχόντουσαν με λεωφορεία από τη «Χώρα,» για μπάνια και ξεκούραση στο ύπαιθρο, κοντά στον ήλιο και τη θάλασσα.

Ξυπνούσαμε τα χαράματα, μετά από αδιατάρακτο ύπνο με τα πρώρα λαλήματα του κόκορα. Βλέπετε δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα τα θορυβοποιά αυτά μηχανήματα που ονομάζονται συναγερμοί των αυτοκινήτων, που αρχίζουν να ουρλιάζουν οποιαδήποτε ώρα του εικοσιτετραώρου, και κατά προτίμηση τη νύκτα και το απομεσήμερο! Καμιά φορά ξυπνούσα αρκετά νωρίτερα, όταν είχα συνεννοηθεί από το προηγούμενο βράδυ να βοηθήσω ένα από τους τρεις ψαράδες της μικρής μας κοινωνίας να μαζέψει τα δίκτυα που είχε ποντίσει με τη βάρκα του από το προηγούμενο βράδυ.

Τα πρωινά συνήθως τα περνούσα στη θάλασσα με κολύμπι και σουλάτσο στην παραλία και, κατά διαστήματα, στη σκιά της καλύβας, διαβάζοντας μια εφημερίδα, είτε συνηθέστερα ένα βιβλίο της σειράς των Penguin είτε Pelican. Εξάλλου συχνά συνήθιζα να σκιτσάρω σε ειδικά μλοκ, στιγμιότυπα, χαρακτήρες, καρικατούρες, πόζες και σκηνές, πρόσωπα και πράγματα και ζώα από τη ζωή της πλαζ, της θάλασσας, του βυθού και των γύρω μας τοπίων. Αυτά τα τετράδια με τα «αριστουργήματα» της εποχής εκείνης θα πρέπει σήμερα, αν δεν έχουν στο μεταξύ καταστραφεί, να βρίσκονται σε Τούρκικα χέρια, πολεμική λεία, μετά την κατάκτηση της Κερύνειας από τον Αττίλα, με την εισβολή του 1974.

Το μεσημεριανό γεύμα στο «Κέντρο,» κάτω από τη σκιά της καλαμωτής, αποτελούσε και την πρώτη τακτική επικοινωνία της ημέρας με τη συνήθη είτε και την έκτακτη συντροφιά. Το φαϊ ήταν συνήθως όσπριο, ψάρι, κοτόπουλο ή κρέας και μπόλικη αγγουροτοματοσαλάτα, με αγνό ροζέ ξύδι και ξανθό ελαιόλαδο, με το γευστικότατο Κυπριακό χαλούμι και με επισφράγισμα καρπούζι ή πεπόνι ή σύκα, σταφύλι ή και άλλο φρούτο, με την απαραίτητη μπύρα.

Εκεί στο τραπέζι, με τη συνοδεία της βραχνής φωνής και την παρωδία μουσικής που έβγαινε από το χωνί του γραμμόφωνου με τους δίσκους των 78 στροφών δινόταν η λύση σε όλα τα προβλήματα του τόπου και του μεταπολεμικού κόσμου και γινόταν η «ελεύθερη διακίνηση των ιδεών.» Τότε βέβαια, δεν ήταν ποτέ δυνατό να φανταστώ αυτό που είδα και έζησα, περίπου τριανταπέντε χρόνια αργότερα, να καθιερώνεται με το νόμο Πλαίσιο για τα Ανώτατα Επιστημονικά Ιδρύματα της μητέρας πατρίδας ως ελεύθερη διακίνηση ιδεών, μέσα στα πλαίσια της παρανοϊκής έννοιας του πανεπιστημιακού ασύλου! Τότε πίστευα ακόμα ότι ο κόσμος διέπεται από μια ακαταμάχητη και αυταπόδεικτη απλή λογική, τόσο ξεκάθαρη και κρυστάλλινη, όσο δυο και δυο κάνουν τέσσερα! Βέβαια, ύστερα από όλη αυτή την πανδαισία ακολουθούσε ο μεσημεριάτικος ύπνος, υπό το μονότονο, υπναγωγό τερέτισμα του τζίτζικα μέσα στη μεσημεριάτικη λαύρα, αλλά καμιά φορά και το παραπονιάρικο γκάρισμα του γαϊδάρου, που τον είχαν δεμένο, κόπου καμιά εικοσαριά μέτρα μακριά, κάτω από τη σκιά μιας γέρικης ελιάς.

Αλλά η μαγεία της εποχής εκείνης, σ εκείνο το ονειρεμένο τόπο, απλωνότανε γύρω μας και μέσα μας και συνάρπαζε την καρδιά και τη ψυχή μας, από τη στιγμή που το σούρουπο άρχιζε να τυλίγει τον κόσμο μας μέσα στα θαμπά του πέπλα και να μας παραδίνει αργά και με το μαλακό προς το σκοτάδι της νύκτας. Το βραδινό μας φαγητό, κάτω από το φως της λάμπας υγραερίου, και με τη μουσική επένδυση που έβγαινε σαν αναστεναγμός από το χωνοειδές λαρύγγι του αρχαίου φωνόγραφου, εξελισσόταν συνήθως σε τσιμπούσι, και με τη βοήθεια του κόκκινου μπρούσκου κρασιού εξελίσσονταν σε συμπόσιο φιλοσοφίας, οραματισμού και ονειροπόλησης. Καμιά φορά όμως συνεχίζονταν με φωνητικές εξάρσεις, με τη συνοδεία κιθάρας, βιολιού ή και φυσαρμόνικας ή και άλλων ατομικών μουσικών οργάνων, αλλά και χωρίς αυτά, από ολόκληρη την παρέα που στο μεταξύ είχε μετακομίσει προς την αμμουδιά, δίπλα από το απαλό νυχτιάτικο κύμα, κάτω από το ξάστερο ουρανό με το ασημένιο φεγγαρόφωτο.

Εκεί ήταν ο Χρήστος από τη Λευκωσία, που επέμενε να χτυπάει τις αρμονικές συγχορδίες στην κιθάρα του, από την οποία αναδυότανε η ρωμαλέα μελωδία του «Ισπανικού εμβατήριου,» μια ολόκληρη δεκαετία μετά την κατατρόπωση των Δημοκρατικών από τις φασιστικές δυνάμεις του Φράνκο, ή ο Κωστάκης, γηγενής Λαπήθιος, να αυτοσχεδιάζει με το βιολί του κάτω από την αστροφεγγιά, με συνοδεία το απαλό φλοίσβισμα του κύματος, κάτι απίθανες, φανταστικές, ονειρικές μουσικές συμφωνίες!

Αυτά λοιπόν μου θυμίζει το καλοκαίρι όταν, μπροστά στο πληκτρολόγιο του computer, μέσα στο γραφείο μου, με το κλιματιστικό μηχάνημα να πασχίζει να κρατήσει τη θερμοκρασία σε άνετο επίπεδο, αραδιάζω τις λέξεις αυτού του κειμένου στο καντράν. Η αρχική μου πρόθεση ήταν να κινδυνολογήσω ακόμα μια φορά με την απαρίθμηση των κινδύνων που απειλούν την υγεία και τη ζωή μας τώρα το καλοκαίρι, με την αλόγιστη έκθεση στον ήλιο, την υπερφαγία και την καταστροφική ενασχόληση με άθλους πρωταθλητικού τύπου στις αμμουδερές παραλίες, στα κατσάβραχα και μέσα στο υγρό στοιχείο, είτε και στις απόκρημνες ρεματιές και τις βουνοκορφές. Κατά τη διαδρομή όμως άλλαξα γνώμη! Το ιστορικό που αράδιασα παραπάνω μπορεί να έχει τόσες ισότιμες παραλλαγές όσους και αναγνώστες. Καλό είναι να προσπαθήσετε να βιώσετε μια τέτοια παραλλαγή. Θα αποδειχθεί, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστον ενδιαφέρουσα!

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΜΗΝΑΣ

Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,

Ιατρική Σχολή